
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ …«ΝΑΥΑΓΙΟΥ»
Από αρχές Μαΐου νωρίς κάθε πρωί στο λιμάνι δίπλα στη Στήλη των Πεσόντων λεωφορεία ξεφόρτωναν κόσμο προς επιβίβαση στα ημερόπλοια για ημερήσιες κρουαζιέρες άλλοτε σε γύρο του νησιού, άλλοτε μέχρι ναυάγιο κι άλλοτε για χελώνες στον Κόλπο Λαγανά.
Ο Νικολής ήταν χρόνια ναυτικός, πρώτα σε κρουαζιερόπλοια και μετά στα τουριστικά καραβάκια του τόπου του, για να μπορεί να φτιάξει οικογένεια και να την χαίρεται από κοντά. Θαλαμηπόλος ναυτολογημένος, τη θάλασσα και τα τερτίπια του καιρού τα ήξερε καλά. Είχε “φάει” θάλασσες και αέρηδες στα πέλαγα που όση βουβοθάλασσα και τρικυμία να είχε εδώ, αφού με πάνω από 7 μποφόρ απαγορευόταν ο απόπλους στα ημερόπλοια, όλα ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν.
Παραμονή Παναγίας το νησί είχε βουλιάξει από κόσμο, όχι μόνο από αλλοδαπούς τουρίστες αλλά και από Έλληνες. Ήταν από εκείνες τις εποχές που τα μέσα Αυγούστου ‘εβγαζαν ακόμα μπόρες και έκαναν τους σταφιδοκαλλιεργητές να τρέχουν άρον άρον να σκεπάσουν τα φορτωμένα αλώνια. Τούτη τη φορά όμως ένα δαιμονισμένο πουνεντογάρμπι εσήκωνε τα χαλίκια και αντάριαζε τη θάλασσα. Στα δεμένα καράβια και στην ασφάλεια του λιμανιού μόνο ένα ευχάριστο, δροσερό αεράκι φυσούσε που δεν άφηνε καμία υποψία για το τι επικρατούσε στην άλλη άκρη του νησιού και στις “πίσω μερίες”. Μέλη του πληρώματος στέκονταν στην είσοδο του πλοίου, στη σκάλα και προϊδέαζαν τους επιβάτες για την κατάσταση. Ο Νικολής είχε αναλάβει να ενημερώνει τους Έλληνες λέγοντας πως “ έχει λίγο θάλασσα”.
Μπροστά του έχει μιά κυρία περασμένα τα 65 με μαύρο μαντήλι δεμένο στο κεφάλι που δηλώνει πως είναι χήρα, μιά κοπελίτσα συνεσταλμένη και σίγουρα υπάκουη γύρω στα 25 με ένα μωρό στην αγκαλιά και έναν άντρα περίπου 30 χρόνων που δεν έδειχνε να περνάει και πολύ ο λόγος του μπροστά στην κυρία που αποκαλούσε μάνα.
Ο Νικολής όπως έχει καθήκον καλημερίζει, μαθαίνει πιάνοντας την κουβέντα πως έρχονται από το Καρπενήσι και ενημερώνει : “ξέρετε, σήμερα έχει λίγο θάλασσα”. Η νεαρότερη γυναίκα με το μωρό στην αγκαλιά διστάζει να πατήσει τη σκάλα στο άκουσμα αυτό και σπεύδει να εκφράσει την επιθυμία της στον κουμαντάντε της παρέας : “Μητέρα, εγώ δεν θέλω να έρθω, καλύτερα να πάτε με το γιό σας κι εγώ θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο μέχρι να έρθετε. Μη σας νοιάζει για εμάς θα βολευτούμε. ´Εχουμε όλα τα απαραίτητα μαζί μας, μην ανησυχείτε.” Η πεθερά ένιωσε να την ντροπιάζει η νύφη της που κιότεψε και απλώνοντας απειλητικά το χέρι της αναλαμβάνει να την κάνει να υπακούσει : “Ίμπα μέσ’ μρη πι θα φοβθείς τη θάλσσα. Τι συ είπ’ ο άνθρωπς’; Λίγη θάλσσα έχ. Ίμπα σ’ λέω μη φας καμιά ξανάστρφη. Δι σι έχω πει να μη φοβάσ. Τι ρεζίλ’ είν’ αυτά. Ίμπα λίω”. Κάτι προσπάθησε η έρμη η νυφούλα να ψελλίσει μα ήταν περιττό. Η πεθερά είχε αποφασίσει και ήταν όλοι υποχρεωμένοι να υπακούσουν. Ο γιός δεν έβγαλε άχνα!
Το ταξίδι ξεκίνησε γαλήνια μα το πλήρωμα φρόντιζε να έχει δεμένο και ασφαλισμένο ό,τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να μετακινηθεί να πέσει ή να ανοίξει. Μόνο το κοφινάκι με τα μήλα πάνω στο μπαρ έμενε ελεύθερο που πάντα ο Νικολής υποστήριζε πως “όσο το κοφινάκι είναι στη θέση του, μη φοβάσαι καθόλου. ‘Αμα το δεις και φύγει, ετότενες να τα χρειαστείς”. Είχαν προμηθευτεί και αρκετές σακούλες για να μοιράσουν στους επιβάτες όταν θα άρχιζαν τα μεγάλα σκαμπανεβάσματα.
Μέχρι τις Αλυκές όλα πήγαιναν σχετικά καλά και το κούνημα ήταν κάπως υποφερτό. Μα από κει και πάνω όλο έσφιγγε ο καιρός και ανταριαζόταν η θάλασσα. Από Γαλάζιες Σπηλιές και Άγι’Αντρέα δεν προλάβαινε ο Νικολής να μοιράζει σακούλες. Το περιβόητο Ναυάγιο δεν είχαν την δύναμη ούτε τα μάτια να σηκώσουν για να το δούνε, ούτε και αναμνηστική φωτογραφία γινόταν να βγάλουν παρότι με μεγάλη προσπάθεια μπήκε στον κολπίσκο ο καπετάνιος έστω να το αγναντέψουν από μακριά αφού να δέσουν ούτε για αστείο, με το κούνημα να μην τους επιτρέπει να κρατήσουν ισορροπία να σταθούν όρθιοι. Μ’ άλλα λόγια τους έκανε λιχνιστούς. Όλο το πλήρωμα στα πόστα του κι ο Νικολής επιθεωρούσε μία το κάτω σαλόνι μία τα καταστρώματα κι όσο έβλεπε το κοφινάκι με τα μήλα να μην σειέται από τη θέση του ήταν ήσυχος. Εντωμεταξύ περπατούσε με τόση άνεση που όλοι οι καταρρακωμένοι απορρούσαν πως είναι δυνατόν.
Το κλειστό σαλόνι στο κάτω deck ήταν άδειο διότι όλοι προτιμούσαν τα επάνω καταστρώματα για να απολαμβάνουν θέα και ήλιο. Μοναχά οι Καρπενισιώτισσες είχαν κατεβεί εκεί. Η νυφούλα με το παιδάκι της σφιχταγκαλιασμένο καθισμένη στη γωνιά του καναπέ δεν μιλούσε, δεν διαμαρτυρόταν μόνο προσπαθούσε να κρατάει ήρεμο το παιδί, ενώ οι πολυθρόνες γύρω της γύριζαν τούμπα και χόρευαν αρμονικά σαν ερωτευμένο ζευγαράκι με το πλοίο καρυδότσουφλο. Η πεθερά γονατιστή κατάχαμα στα τέσσερα πεσμένη θερμοπαρακαλεί την Χάρη Της που την άλλη μέρα θα δοξαζόταν και επικαλείται τη Συμπόνια και τη Λύπησή Της τάζοντας λαμπάδες, πρόσφορα, λειτουργίες και όσα άλλα μπορούσε. Ο Νικολής κάθε φορά που κατεβαίνει τις ρωτάει ευγενικά αν χρειάζονται κάτι και μετά φεύγει να ελέγξει και τα άλλα πόστα. Ο ίδιος και όλο το πλήρωμα γνωρίζουν πως ο καιρός μετά τον Αγαλά “απαγκιάρει” και θα κόψει.
Φθάνοντας στο Κερί επιτέλους, επικρατεί απόλυτη νηνεμία. Είναι η πρώτη τους στάση και το σημείο που επιτέλους μπορούν να γαληνέψουν, να σηκωθούν από τις θέσεις τους , να φάνε -όσοι το στομάχι τους δεν έχει ξεκολλήσει και να κάνουν μπάνιο στα υπέροχα νερά του Ιονίου. Ο Νικολής κατεβαίνει να συμμαζέψει τις καρέκλες από το σαλόνι και να δει τι γίνονται οι Καρπενισιώτισσες και η μεσόκοπη του λέει : “Αχ, πδάκιμ’. Τι ήταν ιτούτ’ που πάθαμ’. Πηγ’ να μας πνίξ. Μ’ακουσ’ ιμέν’ η Παναγιά κι μας έσωσ. Τσ’έταξ’ εγώ κεριά, την παρικάλεσ κι μι έκαν’το θαύμα τς . Είδς που σταμάτησ’ το κακό. Απ’τσι προσευχές μ’ είν’ ”.
Και τότε ήταν η ώρα του να πάρει την γλυκιά εκδίκηση εκ μέρους της νυφούλας που δεν έβγαζε άχνα, πανιασμένη από τον φόβο, κουρνιασμένη στη γωνία, αφού της έμελλε να ταλαιπωρηθεί επειδή η πεθερά δεν σήκωνε κουβέντα, ενώ ο πασάς απολάμβανε τη θέα..
– “Δε μου λες θειά, στό’ πα πως θά’χει λίγο θάλασσα; Ε; Στό’πα ή δε στό’πα εγώ; Εσύ γιατί δε μ’ άκουσες; Α! Θειά! Εγώ πριν έμπεις στο’πα : θά’χει λίγο θάλασσα!”
-Κι που ήξερ’ ιγώ λεβέντη μ’ απ’ θάλασσ. Μι είπς πως θα’χει λίγ θάλασσ’. Ιτούτ’ πηε να μας πνιξ. Μη ιγώ να παρακαλεσ’ την Παναγιά κι θα μας είχ’ όλς πνιγμένς. Απ’ τ’ παρακάλια μ’ εσωθηκμ!”
Τέτοιες ιστορίες σαν της Καρπενησιώτισσας που δεν ήξερε τι θα πει “έχει θάλασσα” και διάφορες άλλες καταστάσεις κωμικοτραγικές μπορεί να μας διηγηθεί ο Νικολής και κάθε άλλος που δούλεψε στα ημερόπλοια που μετέφεραν αμέτρητες χιλιάδες επισκεπτών ώστε να απολαύσουν το διάσημο ανά τον κόσμο Ναυάγιο, να φωτογραφηθούν, να κολυμπήσουν στα τυρκουάζ νερά του, να ξαπλώσουν πάνω στο λεπτό κάτασπρο χαλικάκι της ξακουστής παραλίας που από Σπυριλή ο “Παναγιώτης” την βάφτισε σε Shipwreck και που ενώ σήμερα ξεσηκώθηκε η Ελλάδα ζητώντας ασφάλεια, τώρα θα ξεσηκωθούμε επειδή κλείνοντας το Ναυάγιο για την ασφάλειά μας , βλέπουμε να βουλιάζει ανεπανόρθωτα η Οικονομία μας .
Εν ολίγοις, όποιος πρόλαβε και φωτογραφήθηκε τυχερός διότι μέχρι να βρεθεί η χρυσή τομή φοβάμαι πως θα τό ‘χει πάρει και η θάλασσα στην αγκαλιά της για πάντα.
Εις μνήμην, λοιπόν…
Αναστασία Βούρτση
The post Αναστασία Βούρτση: Εις μνήμην «Ναυαγίου» | Τυχερός όποιος πρόλαβε και φωτογραφήθηκε από κοντά με το πλοίο «Παναγιώτης» appeared first on ZANTETIMES.GR.