Μαύρος Κύκνος: Το απρόβλεπτο και η ανάγκη να το κατανοήσουμε

Μπορούσε να είχε προβλεφθεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία; Η ενεργειακή κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και όλο τον κόσμο; Ακόμα και η πανδημία του κορονοϊού με τις σαρωτικές της επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία;

Ή μήπως όλα αυτά είναι απλά «Μαύροι Κύκνοι», του είδους που ο Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ περιγράφει στο βιβλίο του «Ο μαύρος κύκνος» και το οποίο επανακυκλοφορεί, επίκαιρο όσο ποτέ;

Σύμφωνα με τον Ταλέμπ, Μαύρος Κύκνος είναι ένα εξαιρετικά απίθανο γεγονός με τρία βασικά χαρακτηριστικά: είναι απρόβλεπτο, έχει τεράστιες συνέπειες και μετά την έλευσή του επιθυμούμε να το εμφανίσουμε λιγότερο τυχαίο και περισσότερο προβλέψιμο απ’ ό,τι πραγματικά είναι.

Ο Ταλέμπ χρησιμοποιεί την ευρυμάθειά του σε αντικείμενα που εκτείνονται από τη γνωστική ψυχολογία και τις επιχειρήσεις έως τη θεωρία πιθανοτήτων και –εξηγεί ότι καλλιεργούμε αυταπάτες πως γνωρίζουμε περισσότερα απ’ όσα ξέρουμε περιορίζοντας τη γνώση μας στο επουσιώδες και ασήμαντο, κι έτσι τα μεγάλα γεγονότα εξακολουθούν να μας αιφνιδιάζουν και να διαμορφώνουν τον κόσμο μας.

«Ο Μαύρος Κύκνος μου άλλαξε τον τρόπο θέασης για τον κόσμο» έχει δηλώσει ο Ντάνιελ Κάνεμαν, κάτοχος Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών.

Ο Νασίμ Νίκολας Ταλέμπ αφιέρωσε τη ζωή του στα ζητήματα της τύχης, της αβεβαιότητας, των πιθανοτήτων και της γνώσης.

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του:

«Τεσσεράμισι χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από το Γουόρτον (και δεκαπέντε κιλά πιο βαρύς), στις 19 Οκτωβρίου 1987, πήγα σπίτι με τα πόδια από τα γραφεία της επενδυτικής τράπεζας Credit Suisse First Boston στο κέντρο του Μανχάταν μέχρι το Άπερ Ιστ Σάιντ. Περπατούσα αργά, καθώς ήμουν συγχυσμένος.

Εκείνη τη μέρα συνέβη ένα τραυματικό χρηματοοικονομικό γεγονός: η μεγα- λύτερη πτώση της αγοράς στη (σύγχρονη) ιστορία. Ήταν ακόμα πιο τραυματικό επειδή έλαβε χώρα μια εποχή που πιστεύαμε ότι είχαμε φτάσει σε επαρκές επίπεδο γνώσεων, με όλους εκείνους τους περισπούδαστους πλατωνικοποιημένους οικονο- μολόγους (με τις ψεύτικες εξισώσεις με τις κωδωνοειδείς καμπύλες τους), για να αποτρέψουμε ή τουλάχιστον να προβλέψουμε και να ελέγξουμε, τους μεγάλους κραδασμούς. Η πτώση δεν ήταν καν αντίδραση σε κάποια νέα που είχαν ανακοι- νωθεί. Το ότι συνέβη το γεγονός αυτό απείχε πολύ απ’ οτιδήποτε θα μπορούσε να είχε κάποιος φανταστεί την προηγούμενη μέρα – αν το είχα επισημάνει ως πιθανό- τητα, θα με αποκαλούσαν τρελό. Ήταν ένας κανονικός Μαύρος Κύκνος, αλλά δεν ήξερα τότε την έκφραση.

Συνάντησα στην Παρκ Άβενιου έναν συνάδελφό μου, τον Ντιμίτριους, και καθώς άρχισα να του μιλάω παρενέβη στη συζήτηση χωρίς καμία συστολή μια γυναίκα που έδειχνε γεμάτη άγχος: «Έι, ξέρετε εσείς οι δύο τι συμβαίνει;» Άνθρωποι στα πεζοδρόμια έδειχναν ζαλισμένοι. Λίγο πριν είχα δει κάποιους μεγάλους ανθρώπους να σιγοκλαίνε στην αίθουσα συναλλαγών της First Boston. Είχα περάσει τη μέρα στο επίκεντρο των γεγονότων και είχα δει ανθρώπους γύρω μου να πηγαίνουν άσκοπα πέρα δώθε, το βλέμμα τους κενό, σαν φοβισμένα λαγουδάκια. Όταν έφτασα σπίτι, με πήρε τηλέφωνο ο ξάδερφός μου ο Αλέξις για να μου πει ότι ο γείτονάς του είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από το το διαμέρισμά του στον τελευ- ταίο όροφο. Δεν μου φαινόταν καν απόκοσμο. Μου φαινόταν σαν να ήμουν στον Λίβανο, με μια διαφορά: αφού είχα βιώσει και τα δύο, με παραξένεψε το γεγονός ότι οι οικονομικές ταραχές απελπίζουν τον κόσμο περισσότερο απ’ ό,τι ο πόλεμος (σκεφτείτε απλώς ότι τα οικονομικά προβλήματα και η ταπείνωση που προκύπτει μπορούν να οδηγήσουν σε αυτοκτονία, αλλά ο πόλεμος δεν φαίνεται να κάνει κάτι τέτοιο άμεσα).

Φοβόμουν ότι θα έρθει μια πύρρειος νίκη: είχα δικαιωθεί πνευματικά, αλλά φοβόμουν ότι είχα υπερβολικά πολύ δίκιο και έβλεπα το σύστημα να καταρρέει κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήθελα ουσιαστικά να έχω τόσο δίκιο. Πάντα θα θυμάμαι τον μακαρίτη τον Τζίμι Π. ο οποίος, αφού είδε την αρχή της κατάρρευσης της περι- ουσίας του, άρχισε να ικετεύει, αστειευόμενος, ή και όχι, την τιμή στην οθόνη να σταματήσει να πέφτει.

Συνειδητοποίησα εκείνη τη στιγμή όμως ότι καθόλου δεν με ένοιαζαν τα χρή- ματα. Ένιωσα το πιο παράξενο αίσθημα της ζωής μου, μια εκκωφαντική τρομπέτα να μου δείχνει ότι είχα δίκιο, τόσο βροντερή, που δονούνταν τα κόκαλά μου. Δεν το έχω ξανανιώσει από τότε και δεν θα μπορέσω ποτέ να το εξηγήσω σ’ εκείνους που δεν το έχουν βιώσει. Ήταν μια σωματική αίσθηση, ίσως ένα μείγμα χαράς, πε- ρηφάνιας και τρόμου.

Και αισθανόμουν δικαιωμένος; Πώς;

Κατά τα δύο περίπου πρώτα έτη από την άφιξή μου στο Γουόρτον, είχα απο- κτήσει μια περίεργη, μα ακριβείας, ειδικότητα: να στοιχηματίζω πάνω σε σπάνια και

απροσδόκητα γεγονότα, εκείνα που βρίσκονταν στην πλατωνική πτυχή και θεωρούνταν «αδιανόητα» από τους πλατωνικούς «ειδικούς». Θυμάστε άλλωστε ότι η πλατωνική πτυχή βρίσκεται εκεί που σταματάει να ισχύει η αναπαράσταση της πραγματικότητας – αλλά δεν το γνωρίζουμε.

Γιατί εγώ ασπάστηκα από νωρίς, για τα προς το ζην μου μάλιστα, το επάγγελ- μα της «μαθηματικής χρηματοοικονομικής». Έγινα μαθηματικός και χρηματιστής παράλληλα – ένας μαθηματικός στον τομέα αυτό εφαρμόζει μαθηματικά μοντέλα αβεβαιότητας σε χρηματοοικονομικά (ή κοινωνικοοικονομικά) δεδομένα και περί- πλοκα χρηματοοικονομικά εργαλεία. Μόνο που εγώ ήμουν το ακριβώς αντίστροφο του μαθηματικού: μελετούσα τα ελαττώματα και τα όρια των μοντέλων αυτών, ψάχνοντας την πλατωνική πτυχή όπου καταρρέουν. Ασχολήθηκα επίσης και με κερδοσκοπικές συναλλαγές, έκανα τα λόγια μου πράξεις, πράγμα σπάνιο για τους ποσοτικούς αναλυτές στον κλάδο μου, αφού τους απέτρεπαν από το να «πάρουν ρίσκα», καθώς ο ρόλος τους ήταν περιορισμένος στην ανάλυση και όχι στη λήψη αποφάσεων. Ήμουν πεπεισμένος ότι ήμουν απόλυτα ανίκανος στην πρόβλεψη των τιμών στην αγορά – αλλά και ότι οι άλλοι ήταν γενικά ανίκανοι, αλλά δεν το γνώ- ριζαν ή δεν γνώριζαν ότι έπαιρναν τεράστια ρίσκα. Οι περισσότεροι χρηματιστές απλώς «μάζευαν δεκαράκια μπροστά από τον οδοστρωτήρα» και εκτίθεντο στο σπάνιο εκείνο συμβάν των μεγάλων επιπτώσεων, αλλά κοιμούνταν σαν μωρά, μην έχοντας ιδέα τις μπορεί να συμβεί. Η δική μου δουλειά ήταν η μοναδική που μπο- ρούσες να κάνεις αν πίστευες ότι αποστρεφόσουν το ρίσκο, ότι γνώριζες το ρίσκο και ότι ήσουν τρομερά αδαής.

Επίσης, αποδείχτηκε ότι το τεχνικό φορτίο που συνοδεύει έναν μαθηματικό (που στο πεδίο σήμαινε ότι ασχολούμουν με εφαρμοσμένα μαθηματικά, μηχανική και στατιστική), παράλληλα με το γεγονός ότι τα εφάρμοζα όλα αυτά εις βάθος, ήταν πολύ χρήσιμο για κάποιον που ήθελε να γίνει φιλόσοφος.* Πρώτον, όταν έχεις περάσει μια δυο δεκαετίες να δουλεύεις εμπειρικά και σε μεγάλη κλίμακα πά- νω σε δεδομένα και να παίρνεις ρίσκα με βάση τις μελέτες αυτές, μπορείς εύκολα να εντοπίσεις στοιχεία στην ύφανση του κόσμου που ο πλατωνικοποιημένος «στοχαστής» δεν μπορεί να δει γιατί είτε έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου είτε νιώθει απειλούμενος. Δεύτερον, επέτρεψε στη σκέψη μου να αξιοποιήσει τις μορφές και τα συστήματα, αντί να χάνεται στο βούρκο του ανεκδοτολογικού. Τέλος, τόσο η φι- λοσοφία της ιστορίας όσο και η επιστημολογία (η φιλοσοφία της γνώσης) έδειχναν αδιαχώριστες από την εμπειρική μελέτη δεδομένων χρονικών σειρών, που είναι μια διαδοχή αριθμών στον χρόνο, ένα είδος ιστορικού εγγράφου που περιέχει αριθμούς και όχι λέξεις. Και τους αριθμούς οι υπολογιστές τους επεξεργάζονται εύκολα. Η μελέτη ιστορικών δεδομένων σού επισημαίνει ότι η ιστορία πάει μπροστά, όχι πίσω, και ότι είναι πολύ πιο συγκεχυμένη από τις περιγραφές της. Η επιστημολογία, η φιλοσοφία της ιστορίας και η στατιστική έχουν σκοπό την κατανόηση της αλήθειας, διερευνώντας τους μηχανισμούς που την παράγουν και διαχωρίζοντας την κανονικότητα από το συμπτωματικό σε ιστορικά ζητήματα. Όλες ασχολούνται με το ερώτημα του τι γνωρίζει κάποιος, μόνο που όλες τους κατοικούν, τρόπον τι- νά, σε διαφορετικά κτίρια.

Τα τέσσερα γράµµατα της ανεξαρτησίας

Εκείνη τη νύχτα της 19 Οκτωβρίου 1987 κοιμήθηκα δώδεκα ώρες σερί.

Ήταν δύσκολο να πω στους φίλους μου για τη δικαίωσή μου, όλοι τους είχαν πληγωθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από το κραχ. Τα μπόνους εκείνη την επο- χή ήταν μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των σημερινών, αλλά αν επιβίωναν μέχρι το τέλος του έτους ο εργοδότης μου, η First Boston, και το χρηματοπιστωτικό σύστη- μα, εγώ θα έπαιρνα κάτι αντίστοιχο με υποτροφία. Μερικές φορές αυτό αποκαλεί- ται και «γαμώ τα χρήματα», που παρά τη χοντράδα του σημαίνει ότι μπορείς να φέρεσαι ως βικτοριανός ευγενής, ελεύθερος από τη δουλεία. Είναι μια ψυχολογική προστασία: το κεφάλαιο δεν είναι τόσο μεγάλο ώστε να γίνεις κακομαθημένος πλούσιος, αλλά είναι αρκετά μεγάλο για να έχεις την ελευθερία να επιλέξεις ένα νέο επάγγελμα χωρίς να σκέφτεσαι υπερβολικά τη χρηματική αμοιβή. Σε προστατεύει από την εκπόρνευση του μυαλού σου και σε απελευθερώνει από την εξουσία των άλλων – οποιουδήποτε άλλου (η ανεξαρτησία εναπόκειται πάντα στο άτομο: πά- ντα με ξαφνιάζει αρνητικά ο υψηλός αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι όταν απέ- κτησαν εντυπωσιακά εισοδήματα έγιναν ακόμα μεγαλύτεροι συκοφάντες, καθώς εξαρτιόνταν όλο και περισσότερο από τους πελάτες και τους εργοδότες τους και εθίζονταν περισσότερο στην απόκτηση ακόμα περισσότερων χρημάτων). Αν για κάποιους τα χρήματα που θα έπαιρνα δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, με θεράπευσαν κυριολεκτικά από οποιαδήποτε οικονομική φιλοδοξία – με έκαναν να ντρέπομαι κάθε φορά που αφαιρούσα χρόνο από τις μελέτες μου για την επιδίωξη υλικού πλούτου. Προσέξτε ότι το να μπορείς να πεις γαμώ τα χρήματα σημαίνει ότι έχεις και την απελευθερωτική δυνατότητα να πεις «γαμώ κι εσένα» πριν κλείσεις το τη- λέφωνο.

Εκείνες τις μέρες ήταν πολύ συνηθισμένο οι χρηματιστές να σπάνε τα τηλέ- φωνα όταν έχαναν χρήματα. Κάποιοι κατέφευγαν στο να σπάνε καρέκλες, τραπέ-

ζια ή οτιδήποτε θα έκανε θόρυβο. Κάποτε, στις αίθουσες συναλλαγών του Σικά- γου, κάποιος χρηματιστής προσπάθησε να με στραγγαλίσει και χρειάστηκαν τέσ- σερις φύλακες για να τον κουμαντάρουν. Ήταν εξοργισμένος επειδή στεκόμουν εκεί που θεωρούσε ότι ήταν «τα εδάφη του». Ποιος θα ήθελε να αφήσει πίσω του ένα τέτοιο περιβάλλον; Συγκρίνετέ το με μεσημεριανά γεύματα στο σκοτεινό κυ- λικείο ενός πανεπιστημίου με ευγενικούς καθηγητές να συζητούν το τελευταίο σκάνδαλο της σχολής. Οπότε έμεινα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (εκεί είμαι ακόμα), αλλά οργανώθηκα ώστε να κάνω ελάχιστη, αλλά έντονη (και διασκεδα- στική) εργασία, να εστιάζω μόνο στα πιο τεχνικά ζητήματα, να μην πηγαίνω ποτέ σε επαγγελματικές «συναντήσεις», να αποφεύγω την παρέα των «επιτυχημένων» και των ανθρώπων με κοστούμια που δεν διαβάζουν βιβλία και να παίρνω κάθε τριετία εκπαιδευτική άδεια για έναν χρόνο ώστε να γεμίζω τα κενά στην επιστη- μονική και φιλοσοφική μου καλλιέργεια. Για να αποστάξω αργά τη μία και μονα- δική μου ιδέα, έπρεπε να γίνω φλανέρ, επαγγελματίας διαλογιστής, να κάθομαι σε καφετέριες και να χαλαρώνω, να μην είμαι κολλημένος σε γραφεία και οργα νωτικές δομές, να κοιμάμαι όσο χρειαζόταν, να διαβάζω αδηφάγα και να μη χρειάζεται να εξηγώ τις επιλογές μου σε κανέναν. Ήθελα να με αφήσουν μόνο μου για να μπορέσω να χτίσω, βήμα βήμα, ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης βασισμένος στην ιδέα μου για τον Μαύρο Κύκνο.

*Εξειδικευόμουν σε περίπλοκα χρηματοοικονομικά εργαλεία που αποκαλούνταν «παράγωγα» και απαιτούσαν ανώτερα μαθηματικά – γι’ αυτά όμως τα λάθη από τη χρήση των λάθος μαθηματικών ήταν τεράστια. Το θέμα ήταν αρκετά νέο και ελκυστικό για να κάνω διδακτορικό σε αυτό. Προσέξτε ότι δεν μπόρεσα να κάνω την καριέρα μου στοιχηματίζοντας μόνο σε Μαύρους Κύκνους

_– δεν υπήρχαν αρκετές ευκαιρίες που να μπορούσα να αξιοποιήσω με συναλλαγές. Είχα όμως τη δυνατότητα να αποφύγω την έκθεσή μου σε αυτούς προστατεύοντας το χαρτοφυλάκιό μου από μεγάλες απώλειες. Για να εξαλείψω, λοιπόν, την εξάρτηση από την τυχαιότητα, επικεντρώθηκα στις τεχνικές αναποτελεσματικότητας ανάμεσα στα περίπλοκα εργαλεία και στην εκμετάλλευση των ευκαιριών αυτών χωρίς έκθεση στο σπάνιο συμβάν, πριν εξαφανιστούν, καθώς οι ανταγωνι- στές μου εξελίσσονταν τεχνολογικά. Αργότερα στην καριέρα μου ανακάλυψα την ευκολότερη (και λιγότερο επηρεασμένη από την τυχαιότητα) δουλειά του να προστατεύω, εν είδει ασφάλισης, τα μεγάλα χαρτοφυλάκια από τον Μαύρο Κύκνο.»
_