Μεγάλη έρευνα: Τι πιστεύουν οι Τούρκοι για τους Έλληνες

«Τα μεγέθη, η γεωστρατηγική θέση Ελλάδας και Τουρκίας, η ιστορική εξέλιξη των δύο λαών και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα στο διεθνές περιβάλλον καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις και τις στάσεις της πλειοψηφίας των πολιτών σε κάθε χώρα με μεγάλη δόση ρεαλισμού».

Αυτό είναι το συμπέρασμα μεγάλης έρευνας που πραγματοιήθηκε και στις δύο πλευρές του Αιγαίου και η οποία «ανέδειξε μεν τις διαφορές που υπάρχουν αλλά ανέδειξε και πολλά σημεία σύγκλισης καθώς και την πλειοψηφική τάση για ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών».

Στη διάρκεια των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους οι σχέσεις των Ελλήνων και Τούρκων έχουν περάσει από διαδοχικές φάσεις έντασης, ύφεσης και συνεργασίας. Σε κάθε περίπτωση, Ελλάδα και Τουρκία είναι «καταδικασμένες» να συνυπάρχουν στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και ιστορικό χρόνο.

Στην παρούσα χρονική στιγμή, κι ενώ στις σχέσεις των δυο κρατών υπάρχουν ενεργές εστίες έντασης καταβάλλονται παράλληλα προσπάθειες προσέγγισης και διευθέτησης των διαφορών. Στο πλαίσιο αυτό το πρόγραμμα Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ σχεδίασε μια έρευνα κοινής γνώμης που καταγράφει τις στάσεις και τις απόψεις των πολιτών για τα ελληνοτουρκικά θέματα και τις σχέσεις των δύο χωρών, η οποία έτρεξε ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Τουρκία.

Έλληνες και Τούρκοι την ίδια χρονική περίοδο, απάντησαν στις ίδιες ερωτήσεις, για το πώς βλέπουν οι μεν τους δε, πόσα ξέρουν οι μεν για τους δε, πού συμφωνούν και πού διαφωνούν στα θέματα των διμερών σχέσεων, πόσο μοιάζουν, πόσο διαφέρουν. Με τη στήριξη της διαΝΕΟσις, η έρευνα αυτή έτρεξε από την εταιρεία ερευνών MRB στην Ελλάδα και τον ερευνητικό οργανισμό KONDA στην Τουρκία.

Οι δυο έρευνες έλαβαν χώρα μεταξύ 19 και 21 Φεβρουαρίου 2021, με τη συμμετοχή 1.022 Ελλήνων και 1.163 Τούρκων πολιτών. Το ερωτηματολόγιο των δύο ερευνών ήταν κοινό ώστε να είναι συγκρίσιμα τα αποτελέσματα. Τα αναλυτικά ευρήματα της έρευνας θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά στο πλαίσιο στρογγυλής τράπεζας που θα φιλοξενηθεί στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών το Σάββατο 15/5 και ώρα 15:10 με 15:50.

Το euronews δημοσιεύει ορισμένα από αυτά, όπως τα επιμελήθηκε ο Δημήτρης Μαύρος, διευθύνων σύμβουλος της MRB και ο Γιάννης Γρηγοριάδης, επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ και Αν. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μπιλκέντ στην Τουρκία.

Απαισιόδοξοι και οι Έλληνες και οι Τούρκοι

Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι, στην πλειοψηφία τους χαρακτηρίζουν την παρούσα κατάσταση τα χώρας τους αρνητικά (52,1% των Ελλήνων και 62,5% των Τούρκων) ενώ αρνητικές παραμένουν και οι προβλέψεις τους για την πορεία των χωρών τους στους επόμενους 12 μήνες (57% των Ελλήνων και 49,9% των Τούρκων).

Ως προς την προσωπική/οικογενειακή τους οικονομική κατάσταση στους επόμενους 12 μήνες οι Έλληνες πολίτες προβλέπουν στασιμότητα (49,6%) με τους Τούρκους να εμφανίζουν μεγαλύτερη πόλωση ως προς τη βελτίωση (21,2%) ή χειροτέρευση (40,6%) των προσωπικών τους οικονομικών στο άμεσο μέλλον.

«Η γενικότερη απαισιοδοξία που επικρατεί στους δύο λαούς μπορεί εν μέρει να εξηγεί και την ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις», είναι ένα πρώτο συμπέρασμα το οποίο επισημαίνει ο Δημήτρης Μαύρος.

Η άποψη του κάθε λαού για τον γείτονά του

Περισσότεροι Έλληνες έχουν επισκεφθεί την Τουρκία (36,9%) και έχουν έρθει σε επαφή με Τούρκους (46,9%) σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό των Τούρκων που έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα (2,7%) και έχουν γνωρίσει κάποιον Έλληνα (14,4%).

Από την άλλη μεριά περισσότεροι Έλληνες έχουν ακούσει από το οικογενειακό περιβάλλον κάτι αρνητικό για τους Τούρκους (32%) σε αντίθεση με τους Τούρκους, που είναι μονοψήφιο το ποσοστό όσων απαντά ότι έχει ακούσει από το οικογενειακό περιβάλλον κάτι αρνητικό για τους Έλληνες (6,3%).

Οι Έλληνες δηλώνουν περισσότερο ενημερωμένοι για τις εξελίξεις στην Τουρκία (56,7%) σε σχέση με το πόσο ενημερωμένοι είναι οι Τούρκοι για τις εξελίξεις στην Ελλάδα (42,7%). Γενικά, βγαίνει το συμπέρασμα ότι «η__Τουρκία απασχολεί περισσότερο τους Έλληνες σε σχέση με τον βαθμό που η Ελλάδα απασχολεί τους Τούρκους».

Και οι δύο λαοί διακατέχονται στον ίδιο βαθμό από εθνική υπερηφάνεια (83,9% των Ελλήνων και 80,6% των Τούρκων) που είναι και το κυρίαρχο συναίσθημα, ενώ έκπληξη ενδεχομένως προκαλεί το εύρημα ότι οι Τούρκοι πολίτες πιστεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην ανωτερότητα του πολιτισμού τους (75,8% σε σχέση με το 49,6% των Ελλήνων).

Και στις δύο χώρες εμφανίζονται παρόμοια ποσοστά ως προς την αποδοχή μικτών γάμων, Έλληνα με Τουρκάλα ή το αντίθετο (από 32% έως 38%), ενώ οι Τούρκοι εμφανίζονται περισσότερο ανεκτικοί στο να δημιουργήσουν φιλική σχέση με κάποιο Έλληνα (74%) σε σχέση με τους Έλληνες (60,6%).

Και οι δύο λαοί πιστεύουν σχεδόν στον ίδιο βαθμό ότι είναι περισσότερες οι πολιτισμικές διαφορές (39,8% οι Έλληνες και 33,6% οι Τούρκοι) από τα κοινά στοιχεία (11,2% και 11,8% αντίστοιχα).

Ανεξάρτητα από τις διαφορές τόσο οι Έλληνες (68,1%) όσοι και οι Τούρκοι (73,5%) υποστηρίζουν ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο λαών.

Σε αυτό το πλαίσιο το 36,1% των Ελλήνων και το 31,6% των Τούρκων θεωρεί ότι η συνεννόηση των δύο λαών είναι δύσκολη και θα πρέπει πάντα να υπάρχει η δυνατότητα στην άμυνας της χώρας.«Ο διάλογος και η συνεννόηση προκρίνεται από την πλειοψηφία των δύο λαών ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που εκφράζονται ως προς την επιτυχία», είναι ένα ασφαλές συμπέρασμα από τα ευρήματα της έρευνας κατά τον Δ. Μαύρο.

Ως προς την ελληνική κοινωνία οι παραπάνω απόψεις έχουν σαφές ιδεολογικό πρόσημο με όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί να εκφράζουν πιο απόλυτες και αδιάλλακτες θέσεις. Όσο απομακρυνόμαστε από το δεξιό πολιτικό φάσμα οι απόψεις αμβλύνονται. Περισσότερο διαλλακτικοί εμφανίζονται οι ψηφοφόροι της αριστεράς και κεντροαριστεράς.

Ποιες είναι οι βασικότερες διαφορές και πόσο σοβαρές είναι αυτές

Τα προβλήματα στον θαλάσσιο χώρο κυρίως του Αιγαίου και δευτερεύοντως της Ανατολικής Μεσογείου μονοπωλούν την ατζέντα των διαφορών των δύο λαών (58% περίπου και στις δύο έρευνες). Όλα τα υπόλοιπα προβλήματα όπως προσφυγικό, διεθνής τρομοκρατία και καταπίεση μειονοτήτων συγκεντρώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά.

Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει στο Κυπριακό. Μόνο το 12,6% των Τούρκων και το 11,3% των Ελλήνων αναφέρουν το Κυπριακό ως σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο λαών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτελεί εν δυνάμει σημαντικό σημείο τριβής». Αντίθετα, ως κύρια διαφορά χαρακτηρίζεται η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών.

Πλαίσιο λύσης των διαφορών

Στον τρόπο επίλυσης των διαφορών υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο λαών αναπαράγοντας την επικρατούσα πρόταση των πολιτικών ηγεσιών. Οι Έλληνες υποστηρίζουν λύσεις μέσω διεθνών οργανισμών και προσφυγή στη διεθνή διαιτησία (49,1%) ενώ οι Τούρκοι υποστηρίζουν τις διμερείς διαπραγματεύσεις (62,4%).

Στρατιωτικές και διπλωματικές κυρώσεις εις βάρος της άλλης πλευράς επιθυμεί το 37,6% των Ελλήνων και το 25,1% των Τούρκων. Πάντως, ενώ η πλειονότητα των πολιτών και στις δύο χώρες εμφανίζεται να ανησυχεί για το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου, αυτή η ανησυχία αποτυπώνεται ισχυρότερη στην ελληνική παρά στην τουρκική κοινή γνώμη. «Τούτο εξηγείται και λόγω της υπερέκθεσης της τουρκικής κοινής γνώμης σε ειδήσεις πολεμικής εμπλοκής της Τουρκίας κατά τα τελευταία χρόνια», σχολιάζει ο Γιάννης Γρηγοριάδης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των συμμετεχόντων στις έρευνες ως προς τις ενδεδειγμένες κατευθύνσεις λύσεων για το Κυπριακό. Στην Ελλάδα οι πολίτες στρατεύονται πίσω από την εθνική και διεθνή γραμμή. Οι Έλληνες σε ποσοστό 56,5% θεωρούν τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία (ΔΔΟ) ως την πλέον ενδεδειγμένη λύση, ενώ στην Τουρκία η συγκεκριμένη κατεύθυνση είναι οριακά πλειοψηφική (42,8%) με το 40,5% να τάσσεται υπέρ της λύσης των δύο κρατών. Η λύση των δύο κρατών φέρεται να υποστηρίζεται πάντως και από μια σεβαστή μειοψηφία στην Ελλάδα της τάξεως του 27,5%.

Το 53,6% των Τούρκων επιθυμούν την ένταξη στην ΕΕ με το ποσοστό όσων αντιτίθενται σε αυτή να διαμορφώνεται στο 18,5% και το 21,5% να τοποθετείται ουδέτερα ως προς τη συγκεκριμένη προοπτική. Στην Ελλάδα το 51,8% τοποθετείται αρνητικά στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ και το 20,2% θετικά. Ουδέτερα τοποθετείται το 24,8% των Ελλήνων.

Ο ρόλος του διεθνούς παράγοντα

Και οι δύο λαοί είναι καχύποπτοι για τον ρόλο που θα μπορούσε να παίξει ο διεθνής παράγοντας στις μεταξύ τους σχέσεις, με τους Τούρκους να πιστεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό (70,3%) σε σχέση με τους Έλληνες (53,4%) ότι ο διεθνής παράγοντας θα ευνοήσει την άλλη πλευρά.

Και οι δύο λαοί πιστεύουν ότι η ΕΕ μεροληπτεί υπέρ της άλλης χώρας και τους αδικεί. Το 64% των Τούρκων μοιράζεται τη συγκεκριμένη άποψη, ενώ στην Ελλάδα, αν και μέλος της ΕΕ, συμφωνεί το 53,7%.

Ως προς τις άλλες υπερδυνάμεις υπάρχει μια σχετική ισορροπία ως προς τη στάση της Ρωσίας όπου το 46,9% τω Ελλήνων πιστεύει ότι στηρίζει την Τουρκία και το 42,7% των Τούρκων πιστεύει ότι στηρίζει την Ελλάδα.

Προβληματικές καταγράφονται οι σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ. Το 62,8% των Τούρκων πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη χώρα στηρίζει την Ελλάδα. Το αντίστοιχο ποσοστό στήριξης της Τουρκίας από τις ΗΠΑ ως προς τις διαφορές της με την Ελλάδα ανέρχεται στο 43,2%.

Γενικό συμπέρασμα, εξηγεί ο Δ. Μαύρος, είναι ότι _«και στους δύο λαούς υπάρχει έντονο το αίσθημα της αδικίας και της μεροληψίας απέναντί τους από τον διεθνή παράγοντα». _

Ωστόσο, ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η καλπάζουσα δυσπιστία της τουρκικής κοινής γνώμης προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και αυτή ενός ικανού τμήματος της ελληνικής κοινής γνώμης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αξίζει τέλος να τονιστεί ότι οι νέοι, καθώς και οι πολίτες υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου σε Ελλάδα και Τουρκία, διάκεινται ευμενέστερα προς τη γείτονα χώρα. Τούτο πιθανόν συνδέεται και με την αποκέντρωση της ενημέρωσης και τον φθίνοντα ρόλο των παραδοσιακών ΜΜΕ για τις δυναμικές ομάδες πληθυσμού, αλλά και στις αυξημένες ευκαιρίες επαφών και γνωριμιών που αυτές οι ομάδες διαθέτουν.

Από την άλλη, η θρησκεία παραμένει καταλυτικό σημείο ταυτοτικής αναφοράς σε Ελλάδα και Τουρκία και επηρεάζει καίρια και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για τη γείτονα.

«Συνοψίζοντας, η έρευνα αναδεικνύει δύο κοινωνίες σε μετάβαση, οι οποίες ενδιαφέρονται να αναπροσδιορίσουν τις μεταξύ τους σχέσεις υπό το βάρος των υπαρκτών χρονιζόντων διμερών προβλημάτων αλλά και των εσωτερικών κοινωνικών δυναμικών», σχολιάζει καταληκτικά ο Γιάννης Γρηγοριάδης.