Πάνος Αμπελάς: Όταν οι σκιές ακτινοβολούν πιο πολύ απ’ τους ζωντανούς

Αρχόντισες και αρχόντοι, μην αναρωτιέστε τι εγίνηκε εψές και μην χάνεστε στα σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού. Εφόβηθηκαν γιατί αυτοί που κατέβηκαν σε δρόμους μαρμαρένιους, χωμάτινους, πλακόστρωτους και ματωμένους δεν ήταν άνθρωποι αλλά φαντάσματα. Μάλιστα, φαντάσματα· σκιές που δεν αναζητούν ούτε τροφή, ούτε νερό, ούτε έρωτα. Ξεπρόβαλαν από ανήλιαγα διαμερίσματα, από υπόγεια που βρομάνε βιομηχανικό λάδι, από γραφεία με καρκινογόνο φωτισμό, από σχολεία χωρίς θρανία. Και νωχελικά περνούσαν μέσα από τις πόλεις και τα χωριά, ενώ ασώματα καθώς ήταν, έμοιαζαν σαν μια μορφή – ένα πρόσωπο. Κατέκτησαν τις πλατείες αμίλητα, διότι έχουν πεθάνει από καιρό και δεν έχουν μιλιά.

Κάπου εκεί στο πλήθος πενήντα εφτά φωτεινές σκιές ξεχώριζαν, διότι δεν είχαν πρόσωπο, έλαμπαν ως αν να ’ταν κρύσταλλοι σεληνόφωτος. Ε λοιπόν, κάποια στιγμή οι μόνοι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί –οι ζωντανοί, εκείνοι που την ίσια στράτα δεν πατούν, μα μόνο την στραβή γυρεύουν. Γεμάτοι φόβους, ανάγκες και με τα σπλάχνα τους να τρέμουν– εφόβηθηκαν, και κάλεσαν τους γνωστούς μάγους και τις εξορκίστρες για να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα. Μα τα φαντάσματα δεν εκουνιούντουσαν, δεν καμώνονταν πως ακούνε· δεν έχουν τίποτα άλλο παρά να βαστούν την πλάκα τους και να περπατούν. Τι μάγια έριχναν, τι ξόρκια κι αλαφροΐσκιωτες ψαλμωδίες, όλα μάταια. Διότι, θαρρώ, τα φαντάσματα δεν τα πιάνουν ούτε τα θυμιάματα ούτε οι κατάρες.

Κι αναρωτήθη τότε ο κακόμοιρος παρατηρητής – κάποιος φουκαράς που ‘τυχε να βλέπει δίχως να ομιλεί – γιατί αυτοί που τρέμουν τόσο τούτα τα ήσυχα φαντάσματα. Οι νοικοκυραίοι δεν φοβούνται τα φαντάσματα των δικών τους, απλώς προσμένουν να τα ιδούν και να τα ασπαστούν για μια ακόμη φορά. Μα δεν μοιάζουν για νοικοκυραίους παρα με δολοφόνους που φοβούνται μην τους κυριεύσουν τα θύματά τους μετά θάνατον. Και τσίριζαν οι αρχόντοι∙ «Φευγάτε, μωρέ, δεν μπορούμε να σας βλέπουμε άλλο! Τι θέλετε από μας! Μην μας πάρετε την ψυχή!» Και να που ξάφνου, μέσα από το πουθενά, μια βουή σηκώθηκε. Σαν να ’γινε σεισμός στις σκιές, έτρεξαν μενεξέδικα σύννεφα και μαύρισε ο ουρανός.

Στα γόνατα έπεσαν οι άνθρωποι, έστρεφαν τα μάτια ψηλά και κοίταζαν τα σύννεφα να σμίγουν και να ρίχνουν μαύρη βροχή. Τσιρίδες κι αλαλαγμοί, καθώς η βροχή, μαύρη και πηχτή, έλιωνε τα σώματα των φοβισμένων ανθρωπακίων, λες κι ήτανε κεριά ριγμένα στη φωτιά. Σε λίγο, σιωπή απόλυτη. Ούτε φωνή, ούτε κλάμα, μόνο τα φαντάσματα που πορεύονταν απτόητα, πατώντας τα απομεινάρια των καμένων.

Και καθώς ο ουρανός ξάνοιγε, κι έσκαγε ένας αγέρας ψυχρός σαν ανατριχίλα, έβλεπες όλα τα φαντάσματα να τραβούν τον δρόμο τους. Μόνο τα πενήντα εφτά απρόσωπα φαντάσματα στέκονταν εκεί, αγέρωχα κι ακίνητα, να λάμπουν ως ζωντανή μομφή. Ναι, έτσι λοιπόν, αρχοντίσες και αρχόντοι, μη ρωτάτε τι έγινε εψές. Τούτη η πόλη –η κάθε πόλη– γέμει φαντασμάτων που δεν τα σηκώνει μήτε φωτιά μήτε ξόρκι, παρά στέκουν ανάμεσά μας, να μας θυμίζουν το χρέος και τις ενοχές μας.

Γνέψε μια φορά, να σωπάσει ο φόβος∙ γνέψε και δεύτερη, να ξορκιστεί ο εφιάλτης. Μα άμα η αδικία σεργιανάει ντυμένη σε σιωπή κι η ψυχή σαστίζει, τα φαντάσματα θεριεύουν. Κι όσο οι δολοφόνοι φοβούνται, τόσο αυτά αργοσέρνονται στους δρόμους, μοιράζοντας την αλήθεια του θανάτου τους. Και τούτη την ειρωνεία, καλοί μου, ούτε ο πιο γυμνασμένος εξορκιστής δεν μπορεί να σηκώσει. Μα είτε το βάστατε, είτε το πετάξατε απ’ το νου σας, αυτό δεν αλλάζει την όψη του κόσμου∙ γιατί κάποτε οι σκιές ακτινοβολούν πιο πολύ απ’ τους ζωντανούς.

Πάνος Αμπελάς

The post Πάνος Αμπελάς: Όταν οι σκιές ακτινοβολούν πιο πολύ απ’ τους ζωντανούς appeared first on ZANTETIMES.GR.