Η Παραμονή Χριστουγέννων στη Ζάκυνθο
Σαν η κρύα νύχτα αρχίζει να σκεπάζει τα βουνά και τους κάμπους της Ζακύνθου, ένα ένα τα σπίτια ανάβουν τα φώτα τους, και δειλά οι καπνοί από τις καμινάδες ξεκινούν τον χορό τους προς τα άστρα. Από όπου και αν περάσεις, θα νιώσεις τη μυρωδιά του καπνού να συγκρούεται με τις μυρωδιές των εδεσμάτων που ετοιμάζονται να στολίσουν το τραπέζι της παραμονής. Όλοι οι κάτοικοι τρέχουν στα σπίτια τους και, με μια φωνή, φωνάζουν σε γνωστούς και αγνώστους: “Αύριο με καλό!”. Στους δρόμους βλέπεις να σε προσπερνούν βιαστικά αυτοκίνητα γεμάτα με παιδιά, σκυλιά, δώρα, κατσαρόλες, ταψιά, και, άθελά τους, μια καραμπίνα να ξεπροβάλλει από το πίσω παράθυρο. Βλέπεις τα ζευγάρια να πηγαίνουν για την πρώτη κοινή παραμονή, τα παιδιά να έχουν τους τελευταίους τσακωμούς πριν τα Χριστούγεννα στο πίσω κάθισμα, και ακόμη κάποιον αινιγματικό μοναχικό, που νιώθεις ότι στο τραπέζι δεν θα βρει εκείνον που αγαπά.
Όλα αυτά συμβαίνουν έξω, εκεί που η φύση έχει ήδη γαληνέψει. Μέσα στα σπίτια, όμως, άνθρωποι και καλικάντζαροι δίνουν μάχη στην κουζίνα, στις διακοσμήσεις, και, στα περισσότερα σπίτια, στις συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων. Τα μικρά παιδιά τρέχουν και φωνάζουν μέχρι να τα μπουζουριάσουν οι μανάδες στα δωμάτιά τους για να βάλουν τα καλά τους. Όλα τα ζακυνθινά σπίτια, όσο και αν είναι άγνωστα πέρα από τις ακτές του νησιού και όσο έχουν αρχίσει να ξεχνιούνται τα τελευταία χρόνια, είναι πλημμυρισμένα με τη μυρωδιά του βρασμένου μπρόκολου, το οποίο αποτελεί το κυρίως πιάτο της συγκεκριμένης βραδιάς. Η ξεχασμένη νηστεία της ημέρας, βλέπετε… Οπότε, η φιέστα εκείνο το βράδυ δεν περιλαμβάνει ούτε ψητές χήνες, ούτε γαλοπούλες, ούτε γλυκοπατάτες, αν και πάντα οι μάγειροι και μαγειρισες έχουν ετοιμάσει κάνα δυο ορεκτικά για τους μικρούς αλλά και τους μεγάλους παραξενιάρηδες.
Είναι αστείο όταν οι Ζακυνθινοί βρίσκονται καλεσμένοι σε μη ζακυνθινά σπίτια. Βλέπεις κάτι καζάνια με μπρόκολο στα αυτοκίνητα των προσκελημένων Ζακυνθινών δεμένα με λάστιχα και πετσέτες να τραντάζονται στους δρόμους, γιατί δεν έχει νοστιμάδα η παραμονή χωρίς το συγκεκριμένο έδεσμα. Επιπλέον, είναι κωμική η δοκιμασία των Ζακυνθινών για να ελέγξουν αν το μπρόκολο είναι ντόπιο. Με το που κάθονται στο γιορτινό τραπέζι και το μπρόκολο κενώνεται στα πιάτα, παρατηρούν αν μπλαβίζει από το λεμόνι και γυαλίζει από το λάδι που χύνεται πάνω του. Αν δεν μπλαβίσει και ο ζωμός του δεν πάρει μια υπέροχη μωβ απόχρωση, τότε ξεκινούν τα στραβοκοιτάγματα…
Πριν, όμως, κενωθεί το χρυσοπράσινο μπρόκολο, η βραδιά πρέπει να ξεκινήσει με το τελετουργικό της κουλούρας: ένα πυκνό, μαύρο γλυκό ψωμί με μια τρύπα στο κέντρο, σπαρμένο με λευκές και μαύρες σταφίδες, κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες, σπιτζερικά (μπαχαρικά), και πασπαλισμένο στην κρούστα με σουσάμι, καρύδια, και κάποτε χρωματιστή ζάχαρη. Στολίδι μυστηριακό του χριστουγεννιάτικου δείπνου, που εκείνη τη βραδιά, την παραμονή, ενώνει όλη την οικογένεια γύρω από το τρεμόσβησμα της φωτιάς ή το αδύναμο φως ενός κεριού, σαν να τους τυλίγει μέσα σε μια μυστηριακή ιεροτελεστία. Ολόκληρη η οικογένεια μαζεύεται γύρω από το ψωμί, κι ο γηραιότερος του σπιτιού, σκυμμένος μπροστά στη φλόγα, βρέχει ένα μικρό ματσάκι από κυπαρίσσι κι ελιά μέσα σε ένα μείγμα κρασιού κι ελαιόλαδου. Με αργές κινήσεις, γεμάτες σκόπιμη, γηγενή ευλάβεια, ραντίζει την κουλούρα. Η οικογένεια περιμένει, αμίλητη, και, καθώς εκείνος στάζει το λάδι, που στάζει κάτω από την τρύπα στο κέντρο και χαράσσει σταυρωτά την επιφάνειά της, όλοι σιγοψέλνουν την προσευχή:
«Η Γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως, εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες, υπό αστέρος εδιδάσκοντο, σε προσκυνείν τον Ήλιον της δικαιοσύνης και σε γινώσκειν εξ ύψους Ανατολήν. Κύριε, δόξα σοι.»
Δεν είναι ίδια, όμως, αυτή η κουλούρα σε όλα τα μέρη του νησιού. Αλλιώς φτιάχνεται στον κάμπο, αλλιώς στα ορεινά. Στον κάμπο η κουλούρα είναι πιο περίτεχνη, με ζάχαρη στη κρούστα και πιο ξανθιά στο χρώμα. Στα ορεινά χωριά, όπως ο Κοιλιωμένος, όπου η αρμύρα της μνήμης και του χρόνου γαντζώνεται στα πέτρινα όρια των αυλών, η κουλούρα ήταν απλή: ένα φουσκωτό ψωμί με σουσάμι πάνω στο κρούστα, δίχως τα πλούσια στολίσματα, μόνο με λίγες σταφίδες ριγμένες με φειδώ.
Στα χωριά της Ρίζας ζει και βασιλεύει ακόμη ένα άλλο έθιμο: την παραμονή των Χριστουγέννων τοποθετούν πάνω στη φωτιά δύο ξύλα που ενώνονται σε σχήμα σταυρού. Το ένα από αυτά, το πιο ογκώδες και μακρύ, φέρει την ονομασία «δωδεκαημερίτης» και καίγεται πολύ αργά, καλύπτοντας ολόκληρη την περίοδο των δώδεκα εορταστικών ημερών, λειτουργώντας ως σύμβολο αντοχής και προστασίας. Κάποτε, οι παλαιότεροι τα αποκαλούσαν και «νεόνυμφους» και πίστευαν ότι η στάχτη τους είχε διττή δύναμη: αφενός βοηθούσε να προφυλάσσονται τα λαχανικά από τη μελίγρα, αφετέρου, αν ριχνόταν την ώρα ενός γάμου, μπορούσε να επιφέρει δυστυχία στο νεόνυμφο ζευγάρι.
Κι ύστερα, έρχεται η σειρά του μαχαιριού. Ο γηραιότερος κόβει τα κομμάτια, ανακαλώντας ονόματα: «Πρώτα του Χριστού, μετά του σπιτιού, του νοικοκύρη… και, τέλος, ούλου του κόσμου.» Λες και με αυτό το κοφτερό ατσάλι άνοιγε διαδρόμους ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Κόβονται κομμάτια για όλους, ακόμη και για εκείνους που η μοίρα τους έριξε σε ξένους τόπους. Είναι συγκινητικές οι ιστορίες για κομμάτια ξενιτεμένων που με ευλάβεια φυλάσσονται ή τους αποστέλλονται τυλιγμένα μέσα σε κάποιο πακέτο. Τα παιδιά, όμως, περιμένουν το «εύρημα», εκείνο το νόμισμα κρυμμένο μέσα στη ζύμη, που θα φέρει καλοτυχία—ή έστω την ψευδαίσθησή της—για έναν χρόνο ολόκληρο. Φωνές, γέλια, και παράπονα γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Δεν είναι ασυνήθιστο να ακούγονται τα παράπονα των χαμένων: «Πάλι σε τούτονε!» Και πάντα, η φωνή της παρηγοριάς απαντά: «Δεν πειράζει, θα το βρεις στη Βασιλόπιτα.»
Τέλος, έρχεται η στιγμή για εκείνες τις γυαλισμένες καραμπίνες. Με το που κόβεται η κουλούρα, διάφορα μέλη της οικογένειας βγαίνουν έξω και σμπαράρουν κάμποσες φορές, αναγγέλλοντας τη χαρά του σπιτιού για την γέννηση του Θεανθρώπου. Βέβαια, η χαρά και τα σμπάρα της βραδιάς αυτής λειτουργούν και ως ειδοποίηση για κάποιους ότι έχουν αργήσει στο τραπέζι. Για έναν περίεργο λόγο, σε κάθε οικογένεια υπάρχει κάποιος που φωνάζει έντρομα στους υπόλοιπους: «Πάμετε, την εκόψανε δίπλα!»
Καθώς η νύχτα προχωρά και τα αστέρια σιγά σιγά σβήνουν από τη λάμψη της χαράς που πλημμυρίζει τα ζακυνθινά σπίτια, η γιορτινή ατμόσφαιρα αγκαλιάζει τις ψυχές. Οι ήχοι των τραγουδιών και οι μυρωδιές από το ζεστό κρασί, το χοιρομέρι, το ντόπιο τυρί, τα γλυκά και το μπρόκολο γεμίζουν τον αέρα, σαν να θέλουν να συνθέσουν μια εφήμερη φωλιά που ενώνει τους ανθρώπους σε μια στιγμή μαγείας και παράδοσης. Το τραπέζι έχει τελειώσει και όλοι χαμογελαστοί ονειρεύονται το πηχτό αυγολέμονο της επόμενης μέρας, του οποίου τα υλικά βρίσκονται ήδη στους πάγκους της κουζίνας.
Κι όταν όλα ησυχάσουν και τα παιδιά κοιμηθούν, κρατώντας σφιχτά το “εύρημα” ή την υπόσχεση της βασιλόπιτας, ένας παράξενος παλμός φαίνεται να αιωρείται. Είναι το πνεύμα της αγάπης και της προσμονής, που θυμίζει ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο μια γιορτή, αλλά μια ευκαιρία για επανένωση, ελπίδα και ανανέωση.
Ας ευχηθούμε, λοιπόν, τα φετινά Χριστούγεννα να φέρουν φως στις καρδιές όλων, όπως το άστρο της Βηθλεέμ που φώτισε τη γέννηση της Ελπίδας. Και το νέο έτος ας είναι γεμάτο από στιγμές τόσο πολύτιμες και αληθινές όσο εκείνες που σφυρηλατούνται γύρω από το γιορτινό τραπέζι, τα γέλια, τις προσευχές και την προσδοκία.
Καλά Χριστούγεννα και ένα ευτυχισμένο, ευλογημένο νέο έτος!
The post Πάνος Αμπελάς: Η Παραμονή Χριστουγέννων στη Ζάκυνθο appeared first on ZANTETIMES.GR.