Αναστασία Βούρτση: Φωτάκια Δένδρου – Φώτα Διαδρόμου

ΦΩΤΑΚΙΑ ΔΕΝΔΡΟΥ – ΦΩΤΑ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ

Ο Παναγιώτης κι η Θοδώρα συναντήθηκαν γύρω στο ’80 κάπου στον Πειραιά, που εκείνη είχε πιάσει δουλειά σαν καμαριέρα, ερχόμενη από ένα απομονωμένο χωριουδάκι της Κεντρικής Ελλάδας. Εκείνος είχε αφήσει πίσω του τη Ζάκυνθο από όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό. Τότε αγάπησε τη θάλασσα και παρέμεινε για χρόνια να μοιράζεται τη δική της αγκαλιά με την αγκαλιά της Θοδώρας.

Εκείνη δήλωνε Αθηναία, εκείνος Τζαντιώτης. Εκείνη ήθελε να είναι μοντέρνα, προοδευτική και να μιμείται τις υπερβολές των πρωτευουσιάνων. Ο Παναγιώτης δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στον τόπο του, στο σπιτάκι του, να αναστηθούν τα παιδιά του στα ίδια χωράφια, στην ίδια γειτονιά που αναστήθηκε κι ο ίδιος. Πριν τα παιδιά ξεκινήσουν το σχολείο κατάφερε και έκανε πραγματικότητα το όνειρό του.

Οι γονείς του, όχι μόνο δεν τους επιβάρυναν, αλλά τους βοηθούσαν με κάθε τρόπο μέχρι την τελευταία τους στιγμή. Τη γυναίκα του μοναχογιού τους την δέχτηκαν με χαρά στο σπιτικό τους. Έφυγαν από τη ζωή αφού πάτησαν τα ενενήντα, «όρθιοι κι έχοντάς τα τετρακόσια». Γερή κράση, έλεγαν όλοι και ο Παναγιωτάκης περηφανευόταν πως έχει καλά γονίδια και θα γεράσει σαν κι αυτούς.

Στη Θοδώρα άρεσε το νησί που βρισκόταν σε τουριστική ανάπτυξη και ακολούθησε με ευκολία τον Παναγιώτη, μα όλα ό,τι βρήκε, ήθελε να τα αλλάξει κι όλο του φώναζε κι όλο του γκρίνιαζε κι αν της χάλαγε χατίρι τον αποκαλούσε και άχρηστο. Και όλο εκείνος προσπαθούσε να της κάνει όλα τα γούστα και την ακολουθούσε σε κάθε μοδάτη επιλογή της, μην τον πει και χωριάτη. Έφτιαξαν μεγάλο σπίτι όπως εκείνη ήθελε, έφτιαξαν κήπους όπως σε εκείνη άρεσαν, ξήλωσαν βεράντες, σήκωσαν τοιχία όπως τα είδε και την εντυπωσίασαν. Σε τίποτα δεν της έλεγε όχι.

Κάθε χρόνο σαν πλησίαζαν Χριστούγεννα, το σπίτι στολιζόταν μέσα κι έξω, απ’ άκρη σ’ άκρη, με χιλιάδες φωτάκια, αμέτρητα στολίδια, αγιοΒασίληδες, ελαφάκια, ξωτικά. Κάπου σε μίαν ακρούλα ήταν τοποθετημένη και μια φάτνη έτσι για το καλό, μα το σπίτι έμοιαζε πιο πολύ με φωτισμένο λούνα παρκ παρά με χώρο που προσμένει το θαύμα των Χριστουγέννων, το νόημα της γέννησης του Θεανθρώπου. Τις Άγιες μέρες τα τραπέζια γέμιζαν με άφθονα και πλούσια εδέσματα για να χορτάσουν τριπλάσια άτομα από όσα θα παρευρίσκονταν. Τα μάτια της Θοδώρας έψαχναν τριγύρω αν είναι όλα όπως χρειάζεται ώστε κανείς να μην τη βρει ελλιπέστερη των άλλων. Και για όλα τα στραβά γκρίνιαζε στον Παναγιωτάκη που δεν έβγαζε κι άχνα. Σαν παιδιά οι ίδιοι δεν ήξεραν από δώρα πέρα από τον πενιχρό μποναμά τους, μα τώρα γέμιζε το σπίτι με ακριβά αρώματα, τσάντες, ρούχα, κοσμήματα τυλιγμένα σε εντυπωσιακά περιτυλίγματα λες και το περιτύλιγμα είχε μεγαλύτερη αξία από το περιεχόμενο.

Τούτες τις παραμονές όμως, το σπίτι έμεινε αστόλιστο και κλειστό. Δεν θα είχε ούτε κόσμο να διασκεδάζει, ούτε πλούσια ρεβεγιόν, ούτε φώτα να το κάνουν να φαντάζει σαν καράβι στολισμένο στο πέλαγο. Ο Παναγιωτάκης δεν ήταν στο ζεστό του κρεβάτι, στο σπίτι που με κόπο και ιδρώτα έχτισε, στον τόπο που αγαπούσε. Όλα ήταν διαφορετικά παρότι είχε κι εκεί που βρισκόταν πολλά φώτα, πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται, πολλά δωμάτια τριγύρω, μα όσο κι αν από αξιοπρέπεια προσποιούταν πως ήταν καλά, η μελαγχολία στα μάτια του φανέρωνε πόνο. Ο χώρος ήταν πολύ ζεστός με υπερβολική θέρμανση που νόμιζες πως θα λιώσεις από τη ζέστη μα τον τύλιγε απίστευτη ψύχρα. Ο μακρύς διάδρομος με την παγωνιά της ψυχής του γινόταν ακόμα πιο αχανής. Και εκείνα τα φορεία που τον πηγαινόφερναν στις παγερές αίθουσες των χειρουργείων είχαν τον χειρότερο ήχο στις ρόδες τους. Κάθε φορά η διαδρομή ολόιδια με την πορεία στον Αχέροντα.

Η Θοδώρα έδειχνε αγανακτισμένη και απελπισμένη που το σπίτι τους ήταν κλειστό τέτοιες μέρες και δεν μπορούσε να ακολουθήσει το συνηθισμένο πρόγραμμά της. Φταίχτης για την ταλαιπωρία της ήταν και πάλι εκείνος. Ο Παναγιώτης δίχως να φανερώνει τις κρυφές του σκέψεις έκανε ταξίδι με τον νου στις αξίες της ζωής. Μιας ζωής που έδινε μάχη για να την κερδίσει έστω για λίγες μέρες ακόμη.

Ας μην είχε το μεγάλο σπίτι που έφτιαξε κι ας ζούσε σε εκείνο το μικρό που αναστήθηκε, ας μην ήταν γεμάτες οι ντουλάπες με ρούχα και παπούτσια κι ας τα είχε μονοφόρι, ας είχε μόνο ψωμί και λάδι στο τραπέζι του, ας ζεσταινόταν μόνο λίγο με μια σομπούλα, ας περνούσε τα βράδια με συντροφιά τον λύχνο, ας είχε περάσει περισσότερες ώρες με τα παιδιά του κι ας μην είχε τόσο μεγάλο μισθό. Ας ζούσε λιτά και δίχως άγχος, όπως οι γονείς του που πάτησαν τα ενενήντα. Όλα θα τα έδινε πίσω φτάνει να κέρδιζε αυτά που δεν αγοράζονται.

Ήθελε να είχε αγάπη και εκτίμηση στη ζωή του μα πάνω απ’ όλα να είχε ζωή. ΖΩΗ! Παράξενο! Την είχε τόσο δεδομένη, τόσο καλά υπολογισμένη, τόσο σωστά προγραμματισμένη, μα τώρα ανατροπή. Όποιος δεν πέρασε από τους μεγάλους διαδρόμους των νοσοκομείων δεν ξέρει τι θα πει παγωνιά στην ψυχή, ερημιά σε μια διαδρομή που μόνος την περνάς έστω κι αν σου κρατούν το χέρι. Και δεν εξαγοράζονται ούτε η υγεία, ούτε η ζωή. Έδειχνε περήφανος, έτοιμος και δυνατός, μα μέσα του παρακαλούσε να γίνει ένα μικρό θαύμα γι ‘ αυτόν, να του χαρίσει όχι χρόνια ολόκληρα, μα έστω λίγες μέρες ακόμη ο Θεός, να καταφέρει φτάσει η άγια μέρα των Χριστουγέννων, να ακούσει και να πει το τόσο τυπικό «ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ» μήπως και πιάσει η ευχή.

Αναστασία Βούρτση

The post Αναστασία Βούρτση: Φωτάκια Δένδρου – Φώτα Διαδρόμου appeared first on ZANTETIMES.GR.