Κάποια στιγμή, λοιπόν, ένας νέος ευγενής στο Αργάσι, από εκείνους που μπορούσαν να καυχιούνται δικαίως για την ομορφιά και την περιουσία τους, είχε ένα πανέμορφο μαύρο άλογο. Με μεγάλο καμάρι το σέλωνε και το έτρεχε από το Ξηροκάστελο μέχρι την πόλη. Είχε φέρει και ξένους περιηγητές, που γνώριζαν από άλογα, για να του μάθουν κόλπα. Με ένα τράβηγμα σηκωνόταν στα δύο πόδια, με ένα νεύμα το άλογο κάλπαζε με ισπανικό βηματισμό. Ήταν πολύ περήφανος ο νεαρός κόντες για το άλογο αυτό και δεν έχανε ευκαιρία να επιδεικνύει τις ικανότητές του στην ιππασία, ακόμη και στους μπράβους, στους σέμπρους και τους εργάτες του.
Προς τα τέλη ενός κρύου Νοέμβρη, τα λιόπανα είχαν στρωθεί και οι εργάτες του νεαρού κόμη είχαν αρχίσει να μαζεύουν τις ελιές στις πλαγιές πάνω από το Νταβία. Εκεί κάπου, την ώρα του κολατσιού, εμφανίζεται ο αφέντης καβάλα στο πανέμορφο άλογο, φορώντας τις βαριές μαύρες μπότες του. Δίχως να κατέβει από το άλογο, ρωτάει τον μπράβο του, που είχε το ρόλο του επιστάτη, αν θα υπάρξει λαδία και άλλα σχετικά. Έπρεπε να ξέρει τι θα παίξει στα χαρτιά το βράδυ στα τραπέζια της “καλής” κοινωνίας.
Οι εργάτες, όλοι νεαροί λαουρέντηδες, δεν μπορούσαν να σταματήσουν να κοιτούν το άλογο. Κάποια στιγμή, ένας πονηρός φώναξε στον αφέντη πως είχε ακούσει ότι το ζώο αυτό κάνει κόλπα. Δεν ήθελε και πολύ ο επιδειξιομανής νέος, και αμέσως αποδέχτηκε την πρόκληση. Δείχνει στον εργάτη έναν μεγάλο σωρό από τσίμες που είχε μαζευτεί και τους λέει ότι θα πάει να τον πηδήξει. Χτυπάει, λοιπόν, τα πλευρά του αλόγου και ξεκινά να καλπάζει γοργά. Φτάνει μπροστά στις τσίμες και το άλογο σταματά…
Νεκρική σιγή επικρατεί στο χωράφι. Του τραβάει το χαλινάρι και γυρίζει γρήγορα πίσω, παίρνοντας φόρα για τη δεύτερη απόπειρα. Με ένα χτύπημα στα πλευρά, οι καλπασμοί του αλόγου ακούγονται μέχρι τη θάλασσα. Όμως, το άλογο, σαν φτάνει μπροστά στις τσίμες, στειλώνει τα πόδια του και σταματά. Στη δεύτερη αυτή απόπειρα, οι νεαροί εργάτες δεν άντεξαν και άρχισαν τα γέλια και τα κρυφά αστεία. Ο νεαρός κόντες, που παραλίγο να πέσει, λίγο νευριασμένος, φέρνει το άλογο μπροστά στους λαουρέντηδες. Με μια κίνηση ξεκαβαλικεύει το ζώο, και ενώ ακόμη και ο μπράβος είχε αρχίσει τα γέλια, βγάζει από το ζωνάρι του μια κοντή πιστόλα και πυροβολεί στο κεφάλι το άλογο, τινάζοντας τα αίματα μπροστά στους εργάτες.
Και πάλι, νεκρική σιωπή. Μα πλέον, τρόμος είχε κυριεύσει τους παρόντες. Ο όμορφος κόμης σκότωσε το πιο αγαπημένο πλάσμα της ζωής του με μια πιστολιά στο κεφάλι για μια κοροϊδία, επειδή δεν εκπλήρωσε την επιθυμία του. Τους έδωσε εντολή να το θάψουν και ξεκίνησε, γεμάτος κηλίδες αίματος, προς τον κατήφορο.
Δυστυχώς, η ιστορία αυτή, αν και φαινομενικά ανήκει στο παρελθόν, αντικατοπτρίζει με τρόπο αποκαρδιωτικά σύγχρονο τη νοοτροπία που διέπει ακόμα την κοινωνία μας. Το σκεπτικό του νεαρού κόμη – να εξοντώνουμε ό,τι μας φέρνει σε δύσκολη θέση ή δεν εκπληρώνει τις επιθυμίες μας – μοιάζει ζωντανό και πανταχού παρόν. Πού εχάθη ο υγιής προβληματισμός, η συζήτηση, η κατανόηση και η αναζήτηση λύσης χωρίς “αίματα”;
Αυτή η στάση δεν περιορίζεται μόνο στις προσωπικές μας σχέσεις αλλά διαπερνά και τη δομή των συλλογικοτήτων και των διοικητικών αποφάσεων. Πάρε για παράδειγμα τη Φιλαρμονική, έναν οργανισμό που θα έπρεπε να ενώνει ηλικίες, χαρακτήρες και να εμπνέει το ευρύ κοινό, μα έχει μετατραπεί σε χώρο σύγκρουσης και διαχωρισμών. Αντί οι νέοι να διδαχθούν την αξία της επιμονής και της συλλογικής προσπάθειας, καλλιεργείται μια ψευδαίσθηση εύκολης λύσης, όπου το πρώτο πρόβλημα γίνεται αιτία διχασμού. Δεν είναι τυχαίο που τα παιδιά αποξενώνονται από τον αρχικό σκοπό της Φιλαρμονικής – να εναρμονίσει χαρακτήρες και ηλικίες για να πετύχει ένα ενιαίο μουσικό αποτέλεσμα. Όταν η ηγεσία, αντί να οδηγεί με στόχο την ενότητα, πυροδοτεί τον ανταγωνισμό, τότε χάνεται το ίδιο το νόημα του συνόλου. Αντί να σταματάς τα παιδιά από το να παρελάσουν, οδήγησε τη Φιλαρμονική στα σχολεία και γνώρισε την στα μάτια εκείνα που συνεχώς αναζητούν. Κάνε τους γονείς να κοιτούν περήφανοι όχι μόνο τα παιδιά τους μεμονομένα αλλά την επιτυχία να συμμετέχει το παιδί τους σε ένα τέτοιο σύνολο.
Δεν είμαστε στην Αθήνα. Βρισκόμαστε στη Ζάκυνθο, εκεί όπου οι φωνές των παλιών γενεών ανακατεύονται ακόμη με τους ψιθύρους της καθημερινότητας. Η υγεία, αυτή η πολύτιμη υπόσχεση για ζωή, παραπαίει στα χέρια της αμέλειας. Τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας αποτυγχάνουν, όχι από έλλειψη φωνών, μα από απουσία ακοής. Ένας μήνας χρειάστηκε για μια λάμπα, όχι διαδρόμου, αλλά μηχανήματος που σώζει ζωές! Η λύση τότετ ήταν να πυροβολούμε για κανένα μήνα όποιον κακομοίρη έλεγε τον πόνο του. Η καθαριότητα, η διαχείριση των λυμάτων – αυτά τα στοιχειώδη σύμβολα πολιτισμού και ανθρώπινης αξιοπρέπειας – παραμένουν ζητήματα μετέωρα, αγνοημένα σε ένα τοπίο που απελπισμένα ζητά λύσεις, μα βρίσκει αδιαφορία.
Κι ύστερα, τα σχολεία και τα μουσεία – το πιο πολύτιμο αίσθημα του ανήκειν, αυτό που θα έπρεπε να γεννά ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων – καταντούν κι αυτά πεδία σύγκρουσης και διχασμού. Οι διαμάχες για το ποιος θα έχει την εξουσία, ποιος θα ελέγχει τα ιδανικά, αποδυναμώνουν κάθε προσπάθεια για ανάπτυξη και πνευματική ανύψωση, αφήνοντας τους νέους χωρίς πυξίδα. Κάποιος φωνάζει πως το ταβάνι θα πέσει στο παιδί του, πως το μουσείο μοιάζει ανίκανο να παρουσιάσει την ιστορία μας, και αντί να τον ακούσουμε, τον αγνοούμε μέχρι που το πρόβλημα ξεχειλίζει και έρχονται σπασμωδικές λύσεις.
Σαν τον νεαρό κόμη που πυροβόλησε το άλογό του μπροστά στους εργάτες του για να προστατεύσει τον εγωισμό του, έτσι κι εμείς πυροβολούμε τα ίδια μας τα όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον, αποφεύγοντας να δούμε κατάματα τα λάθη μας. Ήρθε όμως η στιγμή που πρέπει να αναθεωρήσουμε, όχι μόνο για λόγους ευημερίας, μα και για λόγους απλής, κοινής λογικής. Ο εκάστοτε «αφέντης» της δικής μας συνείδησης πρέπει επιτέλους να στραφεί πίσω, να δει τα πράγματα με ανοιχτή καρδιά, να σταθεί δίπλα στο “άλογο” της κοινωνίας μας και να το κοιτάξει στα μάτια. Να αναρωτηθεί τι έφταιξε, να αναζητήσει τις αιτίες της αδυναμίας, να μην πυροβολεί ό,τι δεν καταλαβαίνει. Να κατανοήσει πως αν η κοινωνία θέλει να προχωρήσει, οφείλει να ανακαλύψει πώς θα ενώνει αντί να χωρίζει, πώς θα αγκαλιάζει αντί να αποκλείει. Είναι η στιγμή που πρέπει, να μας μπει η ιδέα ότι ευτούνοι οι νέοι κάποια στιγμή θα γίνει εκείνοι οι αφέντες και το σκεπτικό τους πρέπει να το έχουμε διαμορφώσει ώστε αργότερα να τους κληρονομήσουν οι επόμενοι νέοι στη σειρά. “Σήμερον εμού, αύριο αλλουνού, και μεθαύριο…”, ελπίζω όχι,“κανενού”.
The post Πάνος Αμπελάς: Άλογα, τρομπέτες και πιστολιές ονείρων appeared first on ZANTETIMES.GR.