Η αντισυστημικότητά του του εξασφάλισε το 2019 την πρώτη του θητεία στην προεδρία της Τυνησίας – Όμως έκτοτε ο Καΐς Σαγιέντ έχει καταστείλει τις αντίθετες φωνές, ενώ οι σημαντικότεροι εν δυνάμει ανθυποψήφιοί του είναι είτε στη φυλακή είτε εκτός εκλογών.
Με τους κύριους αντιπάλους του είτε στη φυλακή είτε αποκλεισμένους από την διαδικασία, η επανεκλογή του Τυνήσιου προέδρου Καΐς Σαγιέντ την Κυριακή φαίνεται πως θα είναι μάλλον μια τυπική διαδικασία. Πέντε χρόνια πριν αυτός ο ομότιμος καθηγητής Νομικής είχε εξασφαλίσει την πρώτη του θητεία, εμφανίζοντας ένα αντισυστημικό προφίλ που τον έστειλε στο προεδρικό μέγαρο της Τύνιδας.
Οι προεδρικές εκλογές της 6ης Οκτωβρίου στην Τυνησία είναι οι τρίτες μετά την εκδίωξη το 2011 του προέδρου Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν ΆΛι, του πρώτου αυταρχικού ηγέτη που εκδιώχθηκε στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης. Ακολούθησαν ο Χόσνι Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, ο Μοαμάρ Καντάφι στην Λιβύη και ο Αλί Αμπντουλάχ Σάλεχ στην Υεμένη.
Οι δύο προηγούμενες εκλογικές διαδικασίες δέχθηκαν επαινετικά σχόλια από τους διεθνείς παρατηρητές για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων. Παρ’ όλα αυτά, μια σειρά συλλήψεων από την – διορισμένη από τον Σαγιέντ – εκλογική αρχή πυροδότησε ερωτήσεις σχετικά με το αν η προεδρική εκλογή της Κυριακής θα είναι ελεύθερη και δίκαιη. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πάντως, καλούν σε μποϊκοτάζ.
Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που η Τυνησία χαρακτηριζόταν το μόνο “success story” της Αραβικής Άνοιξης. Οι χώρες της περιοχής βίωναν πραξικοπήματα, αντεπαναστάσεις και εμφυλίους πολέμους, όμως η Τυνησία υιοθέτησε ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα και οι οργανώσεις της τυνησιακής Κοινωνίας των Πολιτών απέσπασαν το Νόμπελ Ειρήνης για τον πολιτικό συμβιβασμό που πέτυχαν.
Όμως οι ηγέτες της νέας εποχής στην Τυνησία δεν κατάφεραν να οδηγήσουν την αγκομαχούσα οικονομία της βορειοαφρικανικής χώρας σε ανάκαμψη. Οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, η βία και τα περιστατικά τρομοκρατίας επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση.
Στο σκηνικό αυτό, ο Σαγιέντ, ο οποίος τότε 61 ετών και θεωρούμενος αντισυστημικός, κέρδισε τις εκλογές του 2019. Υποσχέθηκε μια «νέα Τυνησία» και πως κατά την διακυβέρνησή του θα παραχωρήσει περισσότερες εξουσίες στους νέους και τις τοπικές κυβερνήσεις.
Οι φετινές εκλογές θα αποτυπώσουν την κοινή γνώμη σχετικά με το καθοδικό σπιράλ της τυνησιακής δημοκρατίας από εκείνη την εποχή και μετά. Οι υποστηρικτές του Σαγιέντ εμφανίζονται να παραμένουν πιστεί σε αυτόν και στις δεσμεύσεις του. Ωστόσο, ο πρόεδρος δεν συνδέεται με κανένα πολιτικό κόμμα και είναι ασαφές το επίπεδο της δημοφιλίας του εντός της τυνησιακής κοινωνίας.
Το 2021 ο Καΐς Σαγιέντ προχώρησε σε μια ριζική ανατροπή της πολιτικής σκηνής της χώρας του, κηρύσσοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αποπέμπτοντας τον πρωθυπουργό, αναστέλλοντας την λειτουργία του Κοινοβουλίου και εδραιώνοντας την δική του εξουσία με την επανασυγγραφή του συντάγματος.
Επρόκειτο για πράξης που εξόργισαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τις φιλοδημοκρατικές οργανώσεις που έκαναν λόγο για πραξικόπημα. Όμως, παρά την οργή των κατ’ επάγγελμα πολιτικών, οι ψηφοφόροι ενέκριναν το νέο σύνταγμα το επόμενο έτος σε ένα δημοψήφισμα που πάντως χαρακτηρίστηκε από την χαμηλή προσέλευση στις κάλπες.
Εν συνεχεία οι αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν τους επικριτές του Σαγιέντ, μεταξύ των οποίων δημοσιογράφους, δικηγόρους, πολιτικούς και στελέχη της Κοινωνίας των Πολιτών. Οι συλληφθέντες κατηγορήθηκαν ότι έθεταν την ασφάλεια της χώρας σε κίνδυνο και ότι παραβίασαν έναν αμφιλεγόμενο νόμο περί ψευδών ειδήσεων, τον οποίο παρατηρητές θεωρούν ότι καταπνίγει τις απόψεις που διαφέρουν από τις κυβερνητικές θέσεις.
Εν μέσω οικονομικών προβλημάτων, η απάθεια των πολιτών ήταν επόμενο να έρθει, κάτι που αποτυπώθηκε στην ισχνή προσέλευσή τους στις κάλπες κατά τις βουλευτικές και τοπικές εκλογές το 2022 και το 2023. Αν και πολλοί ήθελαν να φύγει από την εξουσία ο Σαγιέντ, ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να το καταφέρουν.
Στις προεδρικές εκλογές κατέθεσαν τα απαραίτητα έγγραφα 17 εν δυνάμει υποψήφιοι. Η εκλογική αρχή ενέκρινε μόνο τους τρεις. Πέραν του νυν προέδρου, πρόκειται για τον Ζουχαΐρ Μαγκζάουι και τον Αγιατσί Ζαμέλ.
Ο Μαγκζάουι είναι ένας βετεράνος πολιτικός που επικρίνει το οικονομικό πρόγραμμα του Σαγιέντ και την καταστολή που επέβαλε. Ωστόσο, η αντιπολίτευση τον απορρίπτει, καταλογίζοντάς του ότι είχε στηρίξει το σύνταγμα του Σαγιέντ και τις κινήσεις του για την εδραίωση της εξουσίας του.
Ο Ζαμέλ είναι ένας επιχειρηματίας, τον οποίο στηρίζουν οι πολιτικοί που δεν μποϊκοτάρουν τις εκλογές. Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας καταδικάστηκε σε φυλάκιση σε τέσσερις υποθέσεις εκλογικής απάτης σε σχέση με την απαραίτητη για την κατάθεση της υποψηφιότητάς του συλλογή υπογραφών.
Τον περασμένο μήνα η εκλογική αρχή απέρριψε δικαστική απόφαση που ζητούσε την αποκατάσταση τριών ακόμη υποψηφίων.
Οι σημαντικότεροι πολιτικοί της τυνησιακής αντιπολίτευσης δεν συμμετέχουν στις εκλογές, καθώς πολλοί εξ αυτών έχουν συλληφθεί, είναι υπό κράτηση ή έχουν καταδικαστεί με κατηγορίες που αφορούν την πολιτική τους δράση.
Πρόκειται μεταξύ άλλων για τον Ρασέντ Γκανουσί. Ο 83χρονος πρώην πρόεδρος της Βουλής, συνιδρυτής και ηγέτης του πιο οργανωμένου πολιτικού κόμματος της Τυνησίας, του «Ενάχντα», το οποίο ανήλθε στην εξουσία μετά την Αραβική Άνοιξη, βρίσκεται στη φυλακή, επειδή άσκησε κριτική στον Σαγιέντ.
Στόχος καταστολής έγινε και ένας από τους πιο φανατικούς επικριτές του Γκανουσί, ο Αμπίρ Μουσί, ένας ακροδεξιός αντιισλαμιστής πολιτικός που στις ομιλίες του συχνά νοσταλγεί την Τυνησία πριν την Αραβική Άνοιξη. Ο 49χρονος ηγέτης του PDL, του Ελεύθερου Κόμματος Ντεστουριάν, είναι επίσης στη φυλακή από πέρυσι, επειδή επέκρινε τον πρόεδρο.
Παρόμοιες κατηγορίες έστειλαν στη φυλακή άλλους, λιγότερο γνωστούς, πολιτικούς που επίσης ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους να θέσουν υποψηφιότητα.
Οι οργανώσεις της αντιπολίτευσης έχουν απευθύνει έκκληση στους πολίτες να απέχουν από τις εκλογές. Το Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας, ένας συνασπισμός κοσμικών και μουσουλμανικών κομμάτων στον οποίο συμμετέχει και το Ενάχντα, έχει καταγγείλει την διαδικασία ως ψευδεπίγραφη και αμφισβητεί ήδη ανοικτά την νομιμοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος.
Η τυνησιακή οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Παρά τις δεσμεύσεις του Σαγιέντ ότι θα χαράξει μια νέα πορεία για την Τυνησία, η ανεργία αυξάνεται σταθερά και θεωρείται από τις υψηλότερες στην περιοχή με 16% – το μεγαλύτερο πλήγμα έχουν δεχθεί οι νέοι της χώρας.
Από την περίοδο της πανδημίας, η οικονομική ανάπτυξη είναι αναιμική και η Τυνησία βασίζεται σε πολυμερείς δανειστές, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στους οποίους η χώρα οφείλει περισσότερα από περίπου εννέα δισ. ευρώ. Πέραν της αγροτικής του μεταρρύθμισης, η οικονομική στρατηγική του Σαγιέντ παραμένει ασαφής.
Το 2022 η Τύνιδα εισήλθε σε διαπραγματεύσεις με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για ένα πακέτο διάσωσης ύψους 1,9 δισ. δολαρίων, όμως οι συνομιλίες έχουν βαλτώσει. Ο Σαγιέντ αρνείται να αποδεχθεί όρους όπως η αναδιάρθρωση των καταχρεωμένων κρατικών επιχειρήσεις και η περικοπή των μισθών στον δημόσιο τομέα. Το ΔΝΤ ζητεί να καταργηθούν οι επιδοτήσεις στο ρεύμα, το αλεύρι και τα καύσιμα, όμως μέτρα αυτού του είδους είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή για τους Τυνήσιους που επαφίενται ακριβώς σε αυτές τις επιδοτήσεις για την επιβίωσή τους.
Παράλληλα, σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, ξένοι και ντόπιοι επενδυτές εμφανίζονται διστακτικοί στο να τοποθετήσουν χρήματα στην Τυνησία εξαιτίας του μεγάλου πολιτικού ρίσκου και της έλλειψης διαβεβαιώσεων.
Έτσι, εξαιτίας της κακής οικονομικής κατάστασης, εντείνεται ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της τυνησιακής κοινωνίας: Η μετανάστευση. Από το 2019 μέχρι το 2023 διαπιστώνεται ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός Τυνήσιων που επιχειρούν να μεταναστεύσουν παράτυπα στην Ευρώπη. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση του Σαγιέντ έχει επιλέξει να ακολουθήσει μια πολύ σκληρή προσέγγιση απέναντι σε μετανάστες που καταφθάνουν στη χώρα του από υποσαχάρεια κράτη – πολλοί εξ αυτών έχουν εγκλωβιστεί στην Τυνησία.
Στις αρχές του 2023 ο Σαγιέντ κατηγόρησε ενώπιον των οπαδών του τους μετανάστες για βίαια εγκλήματα και τους εμφάνισε ως μέρος ενός σχεδίου για την δημογραφική αλλαγή της χώρας. Η αντιμεταναστευτική ρητορική πυροδότησε εναντίον τους ένα κύμα βίας από τους πολίτες και καταστολής από τις αρχές. Πέρυσι δυνάμεις ασφαλείας επιδόθηκαν σε ένα πογκρόμ εναντίον κοινοτήτων μεταναστών από την ακτή μέχρι την πρωτεύουσα με συλλήψεις, απελάσεις στην έρημο και κατεδάφιση των καταυλισμών.
Στην ακτογραμμή της χώρας άψυχα σώματα συνεχίζουν να ξεβράζονται, καθώς σκάφη που μεταφέρουν Τυνήσιους και μετανάστες από την υποσαχάρεια Αφρική δεν καταφέρνουν να διανύσουν παρά μόνο μερικά ναυτικά μίλια πριν ναυαγήσουν.
Ο Σαγιέντ διακηρύσσει ότι η Τυνησία δεν θα γίνει ο «συνοριοφύλακας» της Ευρώπης, η οποία έχει επιδιώξει συμφωνίες μαζί του για την καλύτερη «αστυνόμευση» της Μεσογείου.
Τον Μάιο Τυνησία και Ιράν ανακοίνωσαν τα σχέδιά τους για ενίσχυση των εμπορικών σχέσεών τους, ενώ η αφρικανική χώρα έχει δεχθεί εκατομμύρια σε δάνεια από την Κίνα ως μέρος της κινεζικής πρωτοβουλίας «Ζώνη και Δρόμος». Τα δάνεια αυτά αξιοποιήθηκαν για την ανέγερση νοσοκομείων, σταδίων και λιμανιών. Παρ’ όλα αυτά, ο κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Τυνησίας είναι οι ευρωπαϊκές χώρες, οι ηγέτες των οποίων επαινούν τις συμφωνίες της Τύνιδας με την ΕΕ για την διαχείριση του μεταναστευτικού ως «πρότυπο» για την περιοχή.