Κύπρος: Η Κουμανδαρία υποψήφια Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO

Η παραγωγή του ξεχωριστού οίνου τεκμηριώνεται στην Κύπρο από το 800 π.Χ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Την εγγραφή της Κουμανδαρίας[1] στον Διεθνή Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO διεκδικεί η Κύπρος.

Όπως ανακοίνωσε το υφυπουργείο Πολιτισμού, η σχετική ανακοίνωση αναρτήθηκε στον ιστότοπο της UNESCO μαζί με τον φάκελο υποψηφιότητας[2] και αναμένεται να εξεταστεί εντός του 2025.

Ο οίνος Κουμανδαρία έχει ήδη ενταχθεί στον Εθνικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κύπρου[3]. Ο κατάλογος περιλαμβάνει σήμερα 65 στοιχεία ζώσας κληρονομιάς της Κύπρου και διευρύνεται κάθε χρόνο με νέες αιτήσεις από ενδιαφερόμενες κοινότητες.

Γιατί ξεχωρίζει η Κουμανδαρία

Σύμφωνα με την Κυπριακή Εθνική Επιτροπή της UNESCO:

«Οι γνώσεις και οι πρακτικές για την παραγωγή της Κουμανδαρίας αφορούν μια πολυαίωνη παράδοση, που εμπεριέχει με μοναδικό τρόπο τα χαρακτηριστικά της κυπριακής γης και τις μυρωδιές και τις γεύσεις των Κυπριακών γηγενών ποικιλιών αμπέλου. Πρόκειται για ένα γλυκό οίνο ποτισμένο με θρύλους και ιστορία, ένα οίνο που αντανακλά το ιστορικό terroir της προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Ο «γλυκός οίνος της Κύπρου», το «Νάμα», ο «οίνος των βασιλιάδων και των αγίων», ο «πρεσβευτής», ή η «ναυαρχίδα» των Κυπριακών οίνων είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που δόθηκαν σε αυτό το παραδοσιακό αμπελοοινικό προϊόν που αντιπροσωπεύει σήμερα η Κουμανδαρία. Πήρε το όνομά της από τη μεσαιωνική λατινική λέξη commendaria, όνομα που δόθηκε στην κεντρική διοίκηση του θρησκευτοστρατιωτικού Τάγματος των Ναϊτών (και στη συνέχεια των Ιωαννιτών), η οποία είχε την έδρα της στο φρούριο στην περιοχή του σημερινού χωριού Κολόσσι της επαρχίας Λεμεσού κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας (Ιωνάς 2001, Πέτρου-Ποιητού, 2013).

Η Κουμανδαρία έχει κατοχυρωθεί σε εθνικό και Ενωσιακό επίπεδο ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ).

(Πηγή: Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO[4])

Τα χαρακτηριστικά της Κουμανδαρίας

Η Κουμανδαρία (ή Κουμανταρία), ο ονομαστός γλυκός οίνος της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής των Κουμανταροχωριών, αποτελεί παραδοσιακό προϊόν προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης.

Η φυσική γλυκύτητα και το πολύπλοκο μπουκέτο αρωμάτων της Κουμανδαρίας μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, όπως οι οινοποίηση από λιαστά σταφύλια από τις γηγενείς ποικιλίες της Κύπρου «Ξυνιστέρι» και «Ντόπιο Μαύρο», προερχόμενα από άνυδρα αμπέλια των κοινοτήτων της περιοχής των Κουμανταροχωριών: Άγιος Γεώργιος Συλίκου, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Μάμας, Άγιος Παύλος, Αψιού, Γεράσα, Δωρός, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Λάνια, Λουβαράς, Μονάγρι και Συλίκου.

Οι εδαφοκλιματολογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν την παραγωγή της Κουμανδαρίας: το υψόμετρο (400 έως 900 μ.) και η κλίση των αμπελοτοπιών, η περιορισμένη βροχόπτωση (τα αμπέλια αρκούνται στο νερό της βροχής), η μεγάλη ηλιοφάνεια, το ζεστό και ξηρό καλοκαίρι, ο ήπιος μέχρι ψυχρός χειμώνας και το ασβεστολιθικό και/ή ηφαιστειακό έδαφος προσδίδουν στην Κουμανδαρία ένα μοναδικό και αυθεντικό οργανοληπτικό χαρακτήρα. Πέραν από τα δεκατέσσερα (14) χωριά που έχουν το δικαίωμα παραγωγής της, η Κουμανδαρία καταναλώνεται σε ολόκληρη την Κύπρο αλλά και το εξωτερικό.

(Πηγή: Κυπριακή Εθνική Επιτροπή UNESCO[5])

Η πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου

Η Κύπρος έχει εγγράψει άλλα έξι στοιχεία στον διεθνή Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO: το Λευκαρίτικο Κέντημα το 2009, τα Τσιαττιστά το 2011, τη Μεσογειακή Δίαιτα το 2013, την Τέχνη της Ξερολιθιάς το 2018, τη Βυζαντινή Ψαλτική το 2019 και την Μαιευτική το 2023.