Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μείωσε τα επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης στη σημερινή συνεδρίαση του Ιουνίου, όπως αναμενόταν ευρέως από τους αναλυτές.
Η ΕΚΤ μείωσε κατά 25 μονάδες βάσης τα επιτόκια όπως είχαν διαμηνύσει ευρέως τις τελευταίες εβδομάδες οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της.
Πρόκειται για την πρώτη μείωση από τον Μάρτιο του 2016.
Γιατί η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια;
Η συνολική αύξηση των 450 μονάδων βάσης που εφάρμοσε η Φρανκφούρτη μεταξύ Ιουλίου 2022 και Σεπτεμβρίου 2023 συνέβαλε στη μείωση του γενικού πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ από το ανώτατο επίπεδο του 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 σε 2,6% τον Μάιο του 2024.
Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε τον Μάρτιο ότι περισσότερη σαφήνεια και επαρκή στοιχεία θα είναι διαθέσιμα έως τον Ιούνιο. Φαίνεται ότι αυτή η στιγμή έφτασε.
Ενώ ο πληθωρισμός δεν έχει ακόμη επιτύχει πλήρως τον στόχο του 2%, η σημαντική μείωσή του σηματοδοτεί μια συνεχή πτωτική τάση που αναμένεται να διατηρηθεί τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τις τελευταίες προβολές της ΕΚΤ από τον Μάρτιο του 2024, ο μέσος πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί στο 2% το 2025 και στο 1,9% το 2026. Όσον αφορά τον δομικό πληθωρισμό, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, οι προβολές τον βλέπουν στο 2,1% για το 2025 και στο 2,0% για το 2026.
Η μείωση κατά 25 μονάδες βάσης θα συνεχίσει επίσης να διατηρεί τα θετικά πραγματικά επιτόκια, καθώς τα ονομαστικά επιτόκια θα παραμείνουν πάνω από το τρέχον ποσοστό πληθωρισμού. Έτσι, υποδηλώνει μείωση του βαθμού περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και όχι ευρύτερη εξομάλυνση.
Το αυξανόμενο και υψηλό κόστος δανεισμού δημιούργησε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης του μπλοκ, περιορίζοντας τη ζήτηση ώστε να φρενάρει τις πιέσεις στις τιμές.
Ενώ η οικονομία της ζώνης του ευρώ επεκτάθηκε κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα δύο προηγούμενα τρίμηνα χαρακτηρίστηκαν αμφότερα από συρρίκνωση 0,1%. Το δεύτερο τρίμηνο του 2023 σημείωσε μικρή ανάπτυξη 0,1%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2023 και το τελευταίο του 2022 σημείωσαν στασιμότητα.
Θα συνεχίσει η ΕΚΤ να μειώνει τα επιτόκια μετά τον Ιούνιο;
Οι πρόσφατες δηλώσεις των αξιωματούχων της ΕΚΤ υποδηλώνουν ότι δεν θα υπάρξει προδέσμευση για μελλοντικές μειώσεις μετά.
Αυτό σημαίνει ότι μια περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον Ιούλιο παραμένει αβέβαιη, καθώς η ΕΚΤ στοχεύει να διατηρήσει την ευελιξία στις αποφάσεις της και να συνεχίσει να παρακολουθεί τα οικονομικά δεδομένα.
Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης αυξήθηκε τον Μάιο, φθάνοντας το 2,6%, πάνω από το αναμενόμενο 2,5%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού αυξήθηκε στο 2,9% από 2,7% τον Απρίλιο.
Αναμένουμε ότι η πρόεδρος Λαγκάρντ θα σηματοδοτήσει για άλλη μια φορά ότι τον Ιούλιο θα είναι διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες που θα καθοδηγήσουν την επόμενη απόφαση, ενώ ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια αναμένεται να υπάρξει τον Σεπτέμβριο.
Οι νέες οικονομικές προβλέψεις του Ιουνίου ενδέχεται να υποδηλώνουν μια ελαφρά ανοδική προσαρμογή της οικονομικής ανάπτυξης και του πληθωρισμού για το 2024, διατηρώντας παράλληλα αμετάβλητη την πρόβλεψη για πληθωρισμό 2% για το 2025.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι από την υπερβολική ή την πολύ μικρή μείωση των επιτοκίων;
Η ΕΚΤ αντιμετωπίζει την πρόκληση να εξισορροπήσει τους κινδύνους από την υπερβολική μείωση των επιτοκίων έναντι εκείνων από την υπερβολικά μικρή μείωση.
Εάν η Φρανκφούρτη χαλαρώσει τη νομισματική πολιτική πολύ γρήγορα και σημαντικά, αυτό πιθανόν να ενισχύσει την καταναλωτική ζήτηση και τις επενδύσεις. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει τον κίνδυνο αναζωπύρωσης των πληθωριστικών πιέσεων προτού επιτευχθεί πλήρως ο στόχος του 2%.
Η ΕΚΤ θα εκτίθετο σε αβεβαιότητες που σχετίζονται με τις τιμές της ενέργειας και τις γεωπολιτικές εντάσεις με μειωμένα αποθέματα ασφαλείας, οδηγώντας ενδεχομένως σε ανεπιθύμητες επιπτώσεις στη δυναμική των τιμών.
Επιπλέον, ενώ η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι η ΕΚΤ “εξαρτάται από τα δεδομένα και όχι από τη Fed”, η απόκλιση μεταξύ των πολιτικών των δύο μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου θα μπορούσε να έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Οι επιθετικές μειώσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ενώ η Fed διατηρεί υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτόκια, θα ασκούσε ισχυρές καθοδικές πιέσεις στο ευρώ έναντι του δολαρίου, με κίνδυνο περαιτέρω ανοδικών πιέσεων στις τιμές των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών.
Αντίθετα, αν η Φρανκφούρτη διατηρήσει μια περιοριστική νομισματική πολιτική για πολύ καιρό και μειώσει τα επιτόκια λιγότερο από ό,τι αναμένει σήμερα η αγορά, κινδυνεύει να πνίξει την οικονομική ανάπτυξη στην ευρωζώνη και να διευρύνει το χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.