Πάνος Αμπελάς: Απαγορευμένες σκέψεις για τον Νικόλαο Ούγκο Φώσκολο

Πριν από κάποιο καιρό ένας εξαίρετος φίλος και ιστορικός σε μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, φώναξε με πάθος: “… όταν μιλάμε για το Φώσκολο, δεν πρέπει να προσπαθούμε να τον χρίσουμε Έλληνα ή Ιταλό αλλά να τον θεωρούμε σαν μια διεθνική προσωπικότητα που ανήκει σε όλους τους λαούς…”. Εκείνη την στιγμή, δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω γιατί πράγματι η πρόταση αυτή είναι θεωρητικά σωστή. Διότι ζει σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει εθνική ταυτότητα, πιο συγκεκριμένα είναι η στιγμή όπου προετοιμάζεται το έδαφος για την δημιουργία εθνικών ταυτοτήτων. Και το έργο του διαπερνά και αγγίζει διάφορους λαούς και πολιτισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και με το Σολωμό ή τον Γκέτε. Ωστόσο, φεύγοντας πέρασα περπαντώντας από αυτόν εδώ ακριβώς το δρόμο από κάτω, μπροστά από το σπίτι αυτό. Και να σας πω ταπεινή μου αλήθεια, στάθηκα μπροστά του και μπήκα σε επικίνδυνες και ίσως απαγορευμένες σκέψεις.

Δεν ήταν σκέψεις που θα δημιουργούσαν κίνδυνο αλλά ερχόντουσαν σε πλήρη ρήξη με το κατεστημένο που τριγυρίζει την προσωπικότητα του Φώσκολου, αυτό το πλαίσιο που τον έχουν διεθνώς εντάξει και που αναγκαστικά τον έχουμε εντάξει και εμείς. To πλαίσιο που τον θέλει έναν Ιταλό, ρομαντικό ποιητή, με πάθη τον έρωτα του για τις γυναίκες και τη δημοκρατία. Του οποίου ναι μεν το έργο μπορεί να ανήκει σε όλους αλλά η ψυχή θα πρέπει να μείνει κλεισμένη στις όχθες της Αυσονίας.

Στεκόμενος, λοιπόν, μπροστά από το σπίτι θυμήθηκα ότι στο ληξιαρχείο Ζακύνθου, στο τρύπιο από τα χρόνια αρχείο του Καθολικού ναού του Αγίου Μάρκου, υπήρχε η καταγραφη ότι ο μικρός Νικολάκης Φώσκολος του Ανδρέα και της Διαμαντίνας Σπαθή βαπτίστηκε τον Φεβρουάριο του 1778 στον Άγιο Μάρκο με ανάδοχο τον Γεώργιο Ηρακλειώτη. Σε εκείνο το βιβλίο σελίδες αργότερα θα έβρισκε κανείς τις αναφορές για τις βαπτίσεις και του αδερφού του Ιωάννη-Διονυσίου αλλά και της Ρουμπίνας, η οποία μάλιστα γεννήθηκε σε πλοίο το οποίο έμπαινε στο λιμάνι της Ζακύνθου. Ο Νικόλαος γεννήθηκε σε τούτο εδώ το σπίτι, στα μπαρακιώτικα, όπου εκατοικούσαν οι πτωχότεροι στα αγαθά αλλά ίσως από τους πιο πλούσιους σε θέληση για επιβίωση. Ο μπαρακιώτης Φώσκολος ρούφηξε όλα συνέβαιναν γύρω του, ήταν ένας με αυτούς. Το καντηλάκι της Οδηγήτριας, θέλει ο μύθος, να χρησιμοποιεί ο Φώσκολος για να διαβάσει τα μαθήματα του. Την οποία θα πρέπει σας παρακαλώ να αντιμετωπίζουμε σαν μια εξαιρετική μυθιστορηματική πινελιά, καθώς όταν η Διαμαντίνα μετά τον θάνατο του συζήγου της στο Σπαλάτο της Κροατίας, επέστρεψε με τα παιδιά στη Ζάκυνθο. Ο μικρός Φώσκολος δεν έμεινε στο σπίτι αυτό αλλά στο σπίτι του της θείας του Ιωάννας Σπαθή Μιχαλίτση, στο πιο μεγαλοπρεπές και ενδιαφέρον σπίτι της εποχής. Εκεί που λογικά ο φλογερός και άτακτος Νικολάκης τράβηξε την προσοχή του Νικολάου Κουτούζη και, ο οποίος φιλοτέχνησε ένα πορτρέτο του μικρού. Ήταν πάντα άτακτος ο Φώσκολος. Μαζί με άλλα παιδάκια στην Ανάληψη διοργάνωναν μάχες πετροπόλεμου. Την ήξερε την περιοχή καλά, εκεί.

Απέναντι από την εκκλησία, ξεκινούσε το Εβραικό γκέτο, κλειστό με μεγάλα τείχη και μια επιγραφή στην πύλη που τσίριζε ‘Ιn cruce quia crucifierunt”. Μετά από την επαναστατική πράξη του μικρού, η οποία είναι γνωστή σε όλους μας ο Νικολάκης πέρασε μια βραδυά στις φυλακές του κάστρου, και αφέθηκε ελεύθερος ύστερα από παρέμβαση της πανίσχυρης θείας του στον Προβλεπτή, ρίχνωντας την ευθύνη στις ατυχείς συγκυρίες που είχαν συμβεί στην οικογένεια μετά τον χαμό του πατέρα του. Η θεία του τον πήρε και έφυγαν από την πόλη και εγκαταστάθηκαν στον Αργάσι, πιθανώς στον πύργο του Δομενεγίνη.

Στην εκκλησία της Ανάληψης, η οποία ανήκε και λειτουργούσε σαν σχολείο από τον ποιητή και φιλελεύθερο Αντώνιο Μαρτελάο. Εκεί ο Φώσκολος διδάχθηκε την ελληνική ενώ στο καθολικό σχολείο που λειτουργούσε στον Άγιο Μάρκο διδάχθηκε τα λατινικά και την ιταλική γλώσσα. Εκείνο το βράδυ, περπάτησα μέχρι την ανάληψη και στο μυαλό τριγύριζε το ποίημα οι Τάφοι, Πώς να δεις το κύριο κορμό του ποιήματος των “Τάφων” και να μην δεις ότι το σκηνικό που δημιουργεί ο ποιητής είναι ξεκάθαρα επηρεασμένο από τα σχολικά του χρόνια δίπλα στον Αντώνιο Μαρτελάο στο πλάτωμα της εκκλησίας της Ανάληψης. Ο Φώσκολος στο ποίημα του μας παρουσιάζει ένα τοπίο νεκρών άτακτο, με πτώματα που ξεπροβάλλουν από το χώμα, με κόκαλα παρατημένα, με μαρμάρινους τάφους πλουσίων μέσα στην εκκλησία, με δυσοσμία και άκοπα χόρτα να καλύπτουν το χώρο. Οι εικόνες αυτές, που μπορούν να βρεθούν και στα υπόλοιπα έργα του ποιητή, ταιριάζουν απόλυτα με τις εικόνες που επικρατούσαν στην Ζάκυνθο και ειδικότερα στην Ανάληψη, όπου κυριαρχούσε η πλήρης αναρχία στο θέμα της ταφής των νεκρών. Ας δούμε τι λέει και ο Στέφανος Δραγούμης, δικαστής (1864-1875), για την εκκλησία της Ανάληψης: “… Δεν ενθυμούμαι ακριβώς, αλλ’εγένετο εσχάτως ο υπολογισμός, πόσαι μυριάδες, δύο ή τρείς, ετάφησαν υπό τας πλάκας της Αναλήψεως, αρχαιοτάτης εκκλησίας της Ζακύνθου, από της κτίσεως αυτής. Ο εισερχόμενος εις αυτήν εισπνέει αέρα μεμολυσμένον, αληθή θάνατον, και παρά πολλών ενοριτώ ήκουσα ότι ουδέποτε εκκλησιάζονται εις αυτήν, διότι είναι αδύνατον να διαμείνωσιν επί πολύ… διανοούμενος ότι επάτουν χώμα αντικαταστήσαν τον όμοιον μου, η δε αναδιδόμενη εκ της γης θανατική οσμή και υγρασία με ηνάγκασε πάντοτε να σπεύσω προς έξοδον.” Σαν απάντηση στην έκδοση των τάφων ο Αντώνιος Μαρτελάος, διακρίνοντας της εικόνες και την ελληνική ψυχή, έγραψε το δίστιχο: Του κάκου Φράγκο θέλουν να σε κάμουνε, που είσαι Έλληνας, οι τάφοι το φωνάζουνε. Και δεν ήταν κυρίες και κύριοι, μόνο οι τάφοι, οι χάριτες και τα σονέτα.

Ο Φώσκολος ήταν δεκαέξι χρονών όταν αποχαιρέτησε για τελευταία φορά την Ζάκυνθο και εγκαταστάθηκε στη Βενετία, σε μια φτωχογειτονιά. Γρήγορα εισήχθη στα φιλοσοφικά σαλόνια από την Κερκυραία Ισαβέλλα Θεοτόκη Αλμπρίτζι. Στη Βενετία ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν παρουσίασε το δράμα του Θυέστης με μεγάλη επιτυχία, και το κοινό εκστασιασμένο ζητοκραυγαζε “Viva il Giovane Greco”. Τα χτυπήματα των ποδιών και οι κρότοι των χειροκροτημάτων γρήγορα μετατράπηκαν σε κανονιοβολισμούς, και ο φιλελεύθερος Φώσκολος υπηρέτησε στα στρατεύματα της Κισαλπινής Δημοκρατίας. Tότε ήταν που ο Μαρτελάος με αφορμή την Οδή στον Ναπολέοντα που έγραψε ο Φώσκολος, του αφιέρωσε τους στοίχους: “Ναι, παιδί μου Νικολάκη, να κτυπάς την τυραννία, ν’αγαπάς την λευθερία και τους Τούρκους να μισάς.” Εκεί όπου με δάκρυα στα μάτια έγραφε στη μητέρα του “Μητέρα μου αγαπημένη, γιατί δεν μου γράφεις την χρεία σου, γράψε μου γραίκικα και ζακυνθινά, και πες του αγαπημένου σου παιδιού τι θέλεις.” Αναζητούσε την επαφή συνεχώς με την μητρική του γλώσσα και πολιτισμό. Όταν το 1808, διορίσθηκε καθηγητής ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, πολλά ήταν τα βράδια όπως μας μαρτυρεί ο ίδιος σε επιστολές που τραγουδούσε ελληνικά τραγούδια – αρβανίτικα τραγούδια με έλληνες σπουδαστές, όπως ο Γεώργιος Δε Ρώσσης. Ωστόσο, η ανήσυχη προσωπικότητα του τον έφερε σε κόντρα με τον Ναπολέοντα, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο, ήταν ανέκαθεν ύποπτος από τις αρχές. Εξορίστηκε σε στην Ελβετία, όπου βρήκε καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Η επικοινωνία του με Έλληνες συγγενείς και φίλους ήταν συνεχής. Η παρουσία του στις ελληνικές προεπαναστατικές συζητήσες αλλά και στα επαναστατικά θέματα που δημιουργήθηκαν από την περίοδο της Αρμοστείας του Μαίτλαντ δεν είναι φιλλελληνική είναι ελληνική. Υπέβαλε συνεχή υπομνήματα προς την αγγλική κυβέρνηση όπως για τον τρόπο με τον οποίo πρέπει να διαχειριστούν τα θέματα με την Πάργα και τη Λευκάδα.

Στην Αγγλία, πλέον, ο Φώσκολος ύστερα από παρότρυνση του Καποδίστρια, ήταν πλέον όπως τον περιγράφει ο Γουολτερ Σκοτ, ένας κουρασμένος, γερασμένος ποιητής που δεν μπορεί να συντηρήσει καμία φιλία και που είναι έτοιμος κάνει λαμογιές για να επιβιώσει. Δεν ήταν άγνωστη η περίπτωση του γάμου που προσπάθησε να κάνει με την κόρη του, γεγονός που δεν έγινε όταν έμαθε ο πατέρας της ότι ο γαμπρός είναι ο Φώσκολος. Συνεχόμενα στέλνει επιστολές ότι θέλει να γυρίσει στην Ζάκυνθο. Η Βρετανία δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Ένα σπιτάκι θέλω στο Αργάσι, έγραφε στον ξάδερφο του Βούλτσο. Η υγεία του χειροτέρευε. Στις 14 Σεπτεβρίου και ενώ είχε κατασπαταλήσει οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία είχε στη κατοχή του, πέθανε από φυματίωση με μόνη συντροφιά την κόρη του Φλοριάνα.

Όπως και ο χρόνος μου σήμερα εδώ, έτσι και ο περίπατος μου εκείνο το βράδυ έπρεπε να τελειώσει. Σκεφτόμουν τις προσπάθειες της Ιταλικής κυβέρνησης στα χρόνια της Ενωποίησης της Ιταλίας η οποία έγινε έπειτα από ρίξη με την καθολική εκκλησία για την επιρροή στη κοινωνία, να μετατρέψει τον Φώσκολο σε αστικό άγιο, καταφέρνωντας να πάρει τα οστά του από την Αγγλία, αποκρύπτοντας κάθε πτυχή ελληνική, κάθε ζεστή στιγμή των ζακυνθινών χρόνων. Στο λιμάνι πλέον η ματιά μου έπεσε πάνω στο Αργάσι, και σκέφτηκα, δεν κατάφερε ποτέ να μπει σε εκείνο το σπιτάκι με τον κήπο που ονειρευόταν, δεν κατάφερε να ξαναπατήσει το πόδι του σε αυτό τον τόπο που όπως τίποτα άλλο σημάδεψε τη ζωή του. Μέχρι και τα οστά του έμειναν μακριά, η παρουσία του ξεχάστηκε. Καθώς βρισκόμαστε στις όχθες της λογοτεχνικής του κληρονομιάς, ας θυμηθούμε τα αθάνατα λόγια του: “Το να ζεις χωρίς δόξα και να πεθαίνεις χωρίς να αφήνεις ίχνη είναι η πιο θλιβερή μοίρα απ’ όλες”. Εκείνος δεν πέθανε χωρίς να αφήσει ίχνη, το αντίθετο μάλλον. Αλλά είναι αυτά τα πραγματικά του ίχνη. Πιστεύω πως όχι, αντίθετα τα πραγματικά ίχνη θεωρούνται απαγορευμένες σκέψεις. Και η η ελπίδα για την σωτηρία του από απαγορευμένες σκέψεις στηρίζεται σε αυτούς του τσιμεντένιους τοίχους. Οφείλουμε να αγκαλιάσουμε τον χώρο, όχι για να έχουμε ένα χώρο να αναλύσουμε και να κρίνουμε το έργο του. Αλλά γιατί μας το ζητά ο Νικολάκης, που έλεγε και ο Μαρτελάος, εκείνο το παιδί της Ζακύνθου, ο επαναστάτης φιλελευθερος μπαρακιώτης, με την ψυχή ελληνική, που, η μητέρα Ελλάδα τον έχει αδίκως και, ελπίζω πρόσκαιρα ξεχάσει.

The post Πάνος Αμπελάς: Απαγορευμένες σκέψεις για τον Νικόλαο Ούγκο Φώσκολο appeared first on ZANTETIMES.GR.