«Οι Απόγονοι»: H Ηρώ Μπέζου, o Χρήστος Θάνος, ο μύθος των Ατρειδών και το «βάρος» των προγόνων τους

Η Ηρώ Μπέζου και ο Χρήστος Θάνος παρουσιάζουν στο ΠΛΥΦΑ μέχρι τις αρχές Μαρτίου, την devised μουσική παράσταση «Οι Απόγονοι. Μια ιστορία για δύο αδέλφια που δεν γνωρίστηκαν ποτέ»

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η Ηρώ Μπέζου και ο Χρήστος Θάνος είναι πρώτα ξαδέλφια. Πριν από 4 χρόνια ανέβασαν μαζί στο Bios, το «Όφις και Κρίνο» του Νίκου Καζαντζάκη, με έναν δικό τους λιτό και βιωματικό τρόπο. Τώρα συνεργάζονται και πάλι και παρουσιάζουν στο ΠΛΥΦΑ μέχρι τις αρχές Μαρτίου, την devised μουσική παράσταση «Οι Απόγονοι. Μια ιστορία για δύο αδέλφια που δεν γνωρίστηκαν ποτέ».

Με αφετηρία των κύκλο των Ατρειδών και την ιστορία του Ορέστη και της Ηλέκτρας, εστιάζουν αυτή τη φορά στο φορτίο που κουβαλά η κάθε γενιά και στη σημασία του γενεαλογικού δέντρου στον κυτταρικό και όχι μόνο καθορισμό του καθενός μας. Η παράσταση δεν εστιάζει μόνο στη δραματική και πολύ βίαιη ιστορία των απογόνων του Ταντάλου, αλλά αποκτά και μια πολύ προσωπική διάσταση, αφού φτάνει στο σήμερα και στη συγγενική σχέση των δύο πρωταγωνιστών, μέσα από την παρουσίαση του δικού τους γενεαλογικού δέντρου. Φωτογραφίες, αφηγήσεις και πρόσωπα του κοντινού παρελθόντος συμπληρώνουν αυτό το πληθωρικό παζλ, οδηγώντας την ιστορία στο 2024. Έτσι περνάμε από τα δύο αδέλφια του μύθου, στα δύο σημερινά ξαδέλφια, από το μυθικό στον ιστορικό χρόνο και από το φόνο στη θεατρική πράξη.

Η αρχαία γενεαλογία συναντά λοιπόν τη σύγχρονη, με το βάρος των προγόνων να εμφανίζεται άλλοτε δυσβάστακτο και άλλοτε συγκινητικό, σε αυτή την performance, όπου τον πρώτο λόγο έχει η ρυθμική αφήγηση, οι ήχοι και η μουσική των Παναγιώτη Γκίκα και Τεό Φοινίδη. Το έργο στηρίζεται κυρίως σε ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, αποσπάσματα από έργα αρχαίων τραγικών ποιητών αλλά και πρωτότυπα κείμενα, που λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ μύθων, ιστοριών και προσωπικών αφηγήσεων.

Συναντήσαμε την Ηρώ Μπέζου και τον Χρήστο Θάνο και μιλήσαμε για αυτό το πρωτότυπο μουσικοθεατρικό εγχείρημα που υπογράφουν και τα ζητήματα που τους απασχόλησαν σε αυτή την παράσταση.

-Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε. Τι είναι αυτό που σας συνδέει και σας φέρνει μαζί στο θέατρο και στην σκηνή;

Ηρώ Μπέζου: Ως παιδιά, δεν κάναμε παρέα, επειδή έχουμε διαφορά ηλικίας. Πριν όμως από 5-6 χρόνια, ο Χρήστος με προσέγγισε και μου πρότεινε να κάνουμε κάτι μαζί. Ξεκινήσαμε λοιπόν τότε να διαβάζουμε κείμενα και να συναντιόμαστε. Έτσι προέκυψε η πρώτη μας συνεργασία. Πήγε πολύ καλύτερα από ότι περιμέναμε. Επειδή είχε μάλιστα σκηνοθετήσει στο παρελθόν, η πρωτοβουλία της συνεργασίας και τότε και τώρα προερχόταν από εκείνον.

Χρήστος Θάνος: Αντιληφθήκαμε αμέσως ότι πέρα από βιολογική, έχουμε αισθητική συγγένεια και κοινές απόψεις για πολλά πράγματα. Λειτουργούμε πολύ καλά μαζί και υπάρχει αλληλοσυμπλήρωση. Συμφωνούμε μάλιστα εντυπωσιακά εύκολα σε όλα, αν λάβεις υπόψη σου, πόσο δύσκολες είναι οι συνεργασίες των ανθρώπων. Βρίσκουμε γρήγορα και εύκολα λύσεις στα πάντα και λειτουργούμε δημιουργικά, ομαδικά σε μια κοινή κατεύθυνση.

Ηρώ Μπέζου: Επειδή κάναμε τότε και τώρα μαζί τη δραματουργική επεξεργασία των κειμένων, αυτό σήμαινε ότι περνούσαμε πολλές ώρες μαζί. Αυτό μας έφερε πολύ κοντά. Καταλάβαμε ότι αγαπάμε και οι δύο πάρα πολύ τη λογοτεχνία, που είναι κοινός τόπος συνάντησης, όπως είναι και η μουσική.

-Ποια ήταν λοιπόν η αφορμή για τους «Απογόνους», τη νέα σας παράσταση;

Χ.Θ: Οι Απόγονοι έκαναν διαρκώς αισθητή την παρουσία τους, όπου κι αν βρισκόμασταν. Συζητάμε πολύ συχνά για τη γιαγιά μας, που ήταν φοβερή προσωπικότητα. Υπάρχει ένα «βεβαρημένο» γενεαλογικό δέντρο, που το μοιραζόμαστε. Αυτό έρχεται και παρεμβαίνει διαρκώς στη σχέση και στη συνύπαρξή μας. Οπότε το θέμα του έργου είναι κάτι, που εκ των πραγμάτων μας απασχολούσε πολύ. Σκέφτομαι πάντα το θέμα του «πόσο αυτό που κάνω, είναι αυτόβουλο». 

Όσο μεγαλώνω, συνειδητοποιώ ότι καθορίζομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό από τους προγόνους μου. Αυτό αφορά συνήθειες, ελαττώματα, ενδιαφέροντα, αλλά και πράγματα που με δυσκολεύουν στην καθημερινότητά του, που μου έχουν κληροδοτήσει παλαιότερες γενιές. Βλέπω τον πατέρα μου, τον παππού μου και το πώς αντιμετωπίστηκαν από τις γυναίκες προηγούμενων γενιών. Δεν υπήρχε πιο πρόσφορο έδαφος από το να συζητήσω όλα αυτά με την Ηρώ. Γι’ αυτό και η παράσταση προέκυψε εντελώς αβίαστα.

-Ποιο είναι το κυτταρικό βάρος που κουβαλάτε από τη γιαγιά που μοιράζεστε; Σε τι σας έχει επηρεάσει;

Η.Μ.: Είμαστε και οι δύο μοναχοπαίδια. Ζήσαμε με τη γιαγιά πάρα πολύ. Σε ένα βαθμό μας μεγάλωσε. Υπάρχει ένα κομμάτι καλλιτεχνικού βάρους. Παρότι δεν ήταν η ίδια καλλιτέχνις, είχε μια έντονη καλλιτεχνική φύση. Ήταν από μια οικογένεια ιδιοφυών μουσικών και ταλέντων. Υπάρχει λοιπόν αυτό το κομμάτι της μουσικής κληρονομιάς, όχι με την έννοια μιας έφεσης, αλλά με την έννοια μιας ιδιοφυΐας, ενός ξεχωριστού πράγματος. Είχε μια αριστοκρατική καταγωγή και συμπεριφορά σε συνδυασμό με ένα τρομερό χιούμορ και έναν αυτοσαρκασμό. Είχε μια ελιτίστικη αντιμετώπιση του περίγυρου, σε συνδυασμό με μια γοητεία. Ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που αντιλαμβάνονταν αμέσως και όσοι έμπαιναν στην οικογένεια ως σύζυγοι, γαμπροί.

Χ.Θ: Πρέπει να τονίσω ότι υπάρχει πολύ έντονα στην οικογένειά μας η λογική του «εσύ δικαιώνεις τους προγόνους σου», ενώ κάποιος άλλος μπορεί να την αμαυρώνει ή να απογοητεύει. Υπήρχε πάντα πολύ έντονα, μεγαλώνοντας μια αίσθηση καθήκοντος και χρέους. Έπρεπε δηλαδή να ανταποκριθούμε στην ποιότητα των προγόνων μας.

-Αυτό λειτούργησε σε σας τα εγγόνια ως βάρος ή ως δύναμη-ώθηση να κάνετε κάτι στη ζωή σας;

Η.Μ.: Σε εμένα δεν λειτούργησε ως βαρίδι, γιατί ουσιαστικά αυτό αφορά κυρίως τους άμεσους προγόνους, δηλαδή τους γονείς μας. Αν δεν θέλουμε όμως να το πάμε ψυχαναλυτικά, αλλά να το δούμε με τον τρόπο που το προσεγγίζει ο Χρήστος, ποιος ξέρει; (γέλια). Αυτό που θα μπορούσα να επισημάνω αυθόρμητα, είναι ότι και οι δυο μας δεν έχουμε τόση ανάγκη την αποδοχή. Αυτό δείχνει μια ανεξαρτησία από τη γνώμη των άλλων, ως καλό, από την άλλη πλευρά όμως μπορεί να μην σε κινητοποιεί τόσο πολύ. Αυτό είναι ένα κοινό μας χαρακτηριστικό και προκύπτει κάπως από την γιαγιά μας.

Χ.Θ: Κι εγώ το ίδιο πιστεύω. Μεγαλώνοντας, δεν αισθάνθηκα την επιθυμία να καταξιωθώ κοινωνικά, επειδή από παιδί ένιωθα από την οικογένεια ότι δικαιώνω τα όνειρα και τις φιλοδοξίες τους. Τελικά όμως λόγω αυτού, ίσως δεν κατέβαλα την προσπάθεια που έπρεπε για να εξελιχθώ περισσότερο και να ζω πλέον πιο άνετα.

-Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, τα δύο αδέλφια που επιλέξατε για το έργο σας, έχουν «γονατίσει» όμως από το κυτταρικό βάρος του γενεαλογικού τους δέντρου. Το πεπρωμένο τους ήταν σκληρό και δεν μπόρεσαν να ζήσουν τη ζωή τους. Ήταν δέσμιοι του γένους τους.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η.Μ.: Αυτά τα δύο αδέλφια μεγάλωσαν χωριστά και βρέθηκαν μόνο μαζί για να εκπληρώσουν το χρέος τους, να κάνουν την πράξη που τους επέβαλε η μοίρα τους. Σύμφωνα μάλιστα με ένα παρακλάδι του μύθου, μετά από αυτήν, δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Εμάς, αυτό που μας έφερε κοντά είναι η καλλιτεχνική πράξη. Εμείς καταφέραμε να γνωριστούμε πολύ καλά και να γίνουμε πολύ φίλοι. Το κοινό λοιπόν είναι η δική μας κυτταρική σχέση, χωρίς να υπάρχει ο ζόφος του φόνου και του αίματος.

Χ.Θ: Εμένα με γοητεύουν πολύ οι αρχαίοι μύθοι γιατί έχουν τεράστιο βάθος συμβολισμών και αγγίζουν σε μεγάλο βαθμό ψυχαναλυτικά ζητήματα. Προφανώς και δεν μπορείς να ταυτιστείς με τις τραγικές πράξεις αυτών των χαρακτήρων. Σίγουρα όμως είναι τόσο μεγεθυμένα, ακριβώς για να ενισχύσουν τους συμβολισμούς τους.

-Ο μίτος αυτών των μύθων ξετυλίγεται και φτάνει στο σήμερα, στο δικό σας γενεαλογικό δέντρο. Τι ανακαλύψατε;

Η.Μ.: Για το γενεαλογικό μας δέντρο, χρειάστηκε να κάνουμε μεγάλη έρευνα. Δεν ανακαλύψαμε κάποια τρομερή και φοβερή ιστορία. Και μόνο να λες κάθε μέρα στην παράσταση από πού προέρχεσαι, νομίζω ότι είναι ένα παράξενο, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικό μάντρα. Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον να αφηγούμαστε κάθε βράδυ το γενεαλογικό μας δέντρο, για το πώς ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο. Λειτουργεί σίγουρα λυτρωτικά για μας. Με συγκινεί όλο αυτό που κάνουμε. Μοιάζει σαν να είμαι κι εγώ μέρος ενός παραμυθιού, ηρωίδα σε μια ιστορία. Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξει αυτό το εγχείρημα. Θα έχουμε μια απάντηση ίσως στην τελευταία παράσταση. Τότε ίσως συνειδητοποιήσουμε κάτι για όλο αυτό που συμβαίνει επί σκηνής και πώς μας έχει επηρεάσει προσωπικά.

Χ.Θ: Το θέμα είναι ότι μεγαλώσαμε με αυτές τις ιστορίες που διηγούμαστε. Τότε βέβαια ήταν μέσα σε ένα θολό τοπίο, αλλά οι ιστορίες ήταν πολύ ενδιαφέρουσες, όπως και τα πρόσωπα: υπήρχε μια προγιαγιά πρίμα μπαλαρίνα, ένας έμπορος ρολογιών, κάποιος που έφυγε από την Οδησσό για την Κωνσταντινούπολη και μετά για την Αθήνα και ο παππούς μας που έμεινε νωρίς ορφανός και μεγάλωσε με μια σκληρή μητριά. Αυτά μας τα εξιστορούσε η γιαγιά μας σαν ένα παραμύθι. Ήταν ένα εξωτικό, ένα γοητευτικό παραμύθι, το οποίο έχει όμως μια πολύ σαφή βάση αλήθειας. 

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Το αποτέλεσμά της είμαστε εμείς. Για να είμαι ειλικρινής, παρότι μου αρέσει που το κάνουμε στην σκηνή και με συγκινεί, είχα πάντα έναν προβληματισμό για το πόσο αφορά το κοινό, όλη αυτή η αυτοαναφορικότητα. Στη συνέχεια μου έφυγε η «ενοχή», σκεπτόμενος ότι πολλοί καλλιτέχνες χρησιμοποιούν αυτοαναφορικά στοιχεία για να πουν, αυτό που θέλουν να πουν. Το θέμα της παράστασης δεν είναι λοιπόν να πούμε εμείς ποιοι είμαστε. Σε αυτό που θέλουμε να εστιάσουμε είναι στο βάρος που φέρνει ο κάθε άνθρωπος από τους προγόνους του.

-Πώς δουλέψατε λοιπόν;

Χ.Θ: Γράψαμε μαζί τα κείμενα. Εγώ έκανα τη ρυθμολόγηση, από την οποία προέκυψε η ρυθμική αφήγηση όλης της ιστορίας. Η Ηρώ εξοικειώθηκε με αυτή τη διαδικασία και συνεχίσαμε μαζί. Έτσι προέκυψε το τελικό αποτέλεσμα. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο, είχαμε δουλέψει και την προηγούμενη φορά.

Η.Μ.: Τα κείμενα που χρειάστηκε να γράψουμε ήταν μόνο ο,τι δεν καταφέραμε να βρούμε στη λογοτεχνία. Διαβάσαμε πάρα πολλά κείμενα πάνω στους Ατρείδες. Και γράψαμε το κείμενο λέξη, λέξη για να φτάσουμε ως τον Τάνταλο και την αρχή του γενεαλογικού τους δέντρου.

Χ.Θ: Καθίσαμε και διαβάσαμε πολύ. Τα πρωτότυπα κείμενα ξεκίνησαν από ανάγκη, όχι από επιθυμία ότι θέλουμε να πούμε κάτι δικό μας. Τα δικά μας κείμενα είναι κυρίως συνδετικά των ιστοριών. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της παράστασης είναι του Ρίτσου, τα ποιήματα «Ορέστης» και «Το Νεκρό Σπίτι». Αυτό που κάναμε ουσιαστικά είναι ότι κρατήσαμε τη δομή του μύθου των Ατρειδών και τη γραμμική πορεία των γεγονότων, με αποσπάσματα από την τραγωδία, από τον Γιάννη Ρίτσο και κάποια δικά μας κείμενα. Βρήκαμε φράσεις που συνδέονται μεταξύ τους. Είναι ωραίο, γιατί μοιάζει σαν ο Ρίτσος να απαντά στον Σοφοκλή, ο «Ορέστης» του Ρίτσου να συνδιαλέγεται με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η.Μ.: Ερωτευθήκαμε τον Γιάννη Ρίτσο. Μας άρεσαν πολύ τα κείμενά του, γι’ αυτό και δώσαμε πολύ χώρο στην παράσταση στην «Τέταρτη διάσταση». Μας άρεσε πέρα από θεματικά και υφολογικά. Έγινε ο κορμός της παράστασής μας.

-Στην ιστορία του Ορέστη και της Ηλέκτρας, υπάρχει ένα φορτίο, ένα πεπρωμένο που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, καθορίζοντας αναπόδραστα τη μοίρα της. Το έχετε αισθανθεί ποτέ στη δική σας ζωή;

Η.Μ.: Σίγουρα υπάρχει ένα φορτίο που κουβαλάμε όλοι μας από τους προγόνους μας και το ανακαλύπτουμε σταδιακά στη δική μας ζωή. Το τι είναι δικό μου και τι προέρχεται από τους προγόνους μου είναι ένα μόνιμο ερώτημα που μας απασχολεί όλους. Βλέπεις διάφορα πράγματα στη συμπεριφορά και το χαρακτήρα σου και δεν γίνεται να μην σε απασχολούν: από ένα τικ, μέχρι κοινές συμπεριφορές και αντιδράσεις. Μερικές φορές νιώθω ότι δεν είμαι σίγουρη αν κάτι είναι δική μου, πραγματική επιθυμία. Δεν υπάρχει όμως ένα φορτίο στη ζωή μου που δεν με αφήνει να ζήσω, όπως έγινε στην περίπτωση του Ορέστη και της Ηλέκτρας. Κι εύχομαι να μην εμφανιστεί στο μέλλον! (γέλια)

Χ.Θ: Αυτό που αντιλήφθηκα εγώ είναι ότι οι άνδρες του γενεαλογικού μας δέντρου ακολουθούν ένα κοινό μοτίβο: ήταν απόντες σε τεράστιο βαθμό από την άμεση οικογένειά τους. Ταξίδευαν για θετικούς λόγους, αλλά ήταν απόντες. Σπούδασαν πάρα πολύ, έκαναν καριέρα στο εξωτερικό, έφευγαν απροειδοποίητα. Είχαν μια μποέμ διάθεση. Εγώ είναι αλήθεια ότι παλεύω πάρα πολύ να το καταπολεμήσω όλο αυτό. Έχω συνειδητοποιήσει από μικρός ότι η επιδίωξή μου να έχω μια σταθερή βάση και μια συνέπεια και παρουσία κοντράρεται με τη φύση μου, με το κύτταρό μου. Κι όμως προσπαθώ! Όταν ξεκίνησα την ιστιοπλοΐα, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από το να σηκώνεις ένα πανί και να φεύγεις (γέλια). Η φυγή είναι κάτι που με κατατρέχει μόνιμα.

-Αισθάνεστε σε αντίθεση με αυτούς τους ήρωες του κύκλου των Ατρειδών ότι μπορείτε να καθορίσετε την πορεία και την εξέλιξή σας κόντρα στις εγγραφές των προγόνων σας;

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η.Μ.: Εγώ πιστεύω ότι μπορούμε. Δεν πιστεύω βέβαια ότι μπορούν να γίνουν θαύματα. Δεν μπορείς δηλαδή να ξεριζώσεις το ποιος είσαι, με βάση το παρελθόν σου. Γιατί αυτό που είσαι, το ποιος είσαι βάσει του παρελθόντος, έχει μέσα ένα μεγάλο βαθμό αλήθειας, της ταυτότητάς σου. Δεν χρειάζεται απαραίτητα να το ξεριζώσεις. Απλά πιστεύω ότι μπορείς να το εκπαιδεύσεις, να το αμβλύνεις, να το δουλέψεις και να γίνει πιο ήπιο. Να γίνεις πιο ελεύθερη, με πολύ κόπο φυσικά, έχοντας πάντα την επίγνωση ότι δεν θα μεταμορφωθείς, αλλά θα μπορέσεις να αλλάξεις τόσο ώστε να μπορείς να ζεις, όσο το δυνατόν πιο ωραία. Νομίζω ότι γίνεται. Δεν θεωρώ όμως ότι ο άνθρωπος είναι παντοδύναμος. Κάτι θα μας κρατάει πάντα και οφείλουμε να το σεβαστούμε. Αφού δεν πιστεύουμε πλέον σε θεούς, αυτό είναι μια μορφή ανώτερης δύναμης που θέλει σεβασμό. Από εκεί και πέρα, μπορείς να το παλεύεις και να διεκδικείς κι εσύ τον αέρα σου, την ανάσα σου, τη ζωή σου.

Χ.Θ: Εγώ θεωρώ, αν μη τι άλλο, ότι πρέπει να προσπαθήσουμε πάρα πολύ. Θεωρώ ότι είναι τεράστιο το βάρος που φέρουμε. Δεν το καταλαβαίνουμε. Συνήθως δεν το αντιλαμβανόμαστε σε μας τους ίδιους. Το βλέπουμε, αν παρατηρήσουμε φίλους και ανθρώπους πολύ κοντινούς μας. Για παράδειγμα, εγώ βλέπω στους φίλους μου, τους γονείς τους, μεγαλώνοντας. Και οι ίδιοι γινόμαστε κάποια στιγμή οι δικοί μας. Και η συνειδητοποίηση αυτή είναι μερικές φορές δυσάρεστη, όταν έχεις στο παρελθόν συγκρουστεί μαζί τους για διάφορες συμπεριφορές και αντιλήψεις τους. 

Από την άλλη πλευρά, δεν κουβαλάμε μόνο την οικογένειά μας, αλλά και την ίδια την κοινωνία και τις αντιλήψεις της. Για παράδειγμα μπορεί εγώ να λέω ότι δεν ασπάζομαι τον χριστιανισμό. Είμαι όμως στην ουσία βαθιά χριστιανός, γιατί η λογική, η ηθική, η νοοτροπία με την οποία γαλουχήθηκα και όλη αυτή η κοινωνία όλους αυτούς τους αιώνες, είναι χριστιανική. Σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, είναι βαθιά ριζωμένος μέσα σου. Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται ένας τεράστιος αγώνας για ένα ποιοτικό ξεσκαρτάρισμα. Να καταλάβεις ότι αυτά τα φέρεις όλα, αλλά κάποια θα προσπαθήσεις να μην τα μεταφέρεις. Η ουσία δεν είναι τι φέρεις, αλλά τι μεταφέρεις. Πρέπει να καταφέρεις να μεταφέρεις κάτι δικό σου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα. Περνώντας από αυτή τη ζωή, να καταφέρεις να ριζώσεις και κάτι δικό σου, κατά προτίμηση κάτι θετικό. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εξέλιξης της ανθρωπότητας.

-Πιστεύετε ότι τελικά οι άλλοι ορίζουν τη μοίρα μας, όπως λέει ο Ορέστης στο έργο;

Η.Μ.: Οι άλλοι δίνουν μια ράγα και εσύ παλεύεις να ισορροπήσεις, να φύγεις, να κοιτάξεις γύρω γύρω από τη ράγα. Αν δεν έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι τελείως ανεξάρτητος, κάτι καλό θα συμβεί. Σε ένα βαθμό ναι ορίζουν τη μοίρα μας. Όπως το είπε και ο Χρήστος. Το κοινωνικό πλαίσιο, ο τόπος, η εποχή ορίζουν τη μοίρα σου. Απλά νομίζω ότι η λέξη μοίρα είναι πολύ βαριά και έχει ένα αδιέξοδο μέσα της, κρύβει κάτι αναπόδραστο. Εγώ πιστεύω πολύ στην ατομική βούληση. Θεωρώ ότι μπορείς να ξεφύγεις από αυτή τη ράγα, αν το θέλεις πραγματικά. Απλά πολλές φορές το κόστος είναι πολύ μεγάλο, γιατί αυτή η ράγα σου προσφέρει τρομερή οικειότητα. Είναι κάτι γνώριμο. Οπότε πόσο εύκολο είναι να ξεφύγεις από κάτι που ξέρεις να κάνεις; Θέλει πολύ κόπο.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Χ.Θ: Εγώ πιστεύω στο αναπόδραστο! (γέλια)

Η.Μ.: Άσε μας μωρέ Χρήστο (γέλια)

Χ.Θ: Απλά πιστεύω στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αναπόδραστου. Στον έλεγχο των ποιοτικών χαρακτηριστικών. Έχεις 100 πράγματα που κουβαλάς. Πρέπει να επιλέξεις σε τι θα δώσεις έμφαση και σε τι όχι.

-Ποιος σφετερίζεται τη ζωή μας σήμερα;

Η.Μ.: Δύσκολη ερώτηση. Οι γονείς μας με έναν τρόπο σφετερίζονται τη ζωή μας. Δυστυχώς ίσως το κάνουμε κι εμείς στο μέλλον με τους δικούς μας απογόνους.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Χ.Θ: Υπάρχουν πολλοί σφετεριστές στην καθημερινότητά μας και στην ανθρωπότητα γενικότερα. Όλοι μας είμαστε σφετεριστές σε κάτι, όπως αναφέρει και το κείμενο της παράστασης. Είναι ένας τρόπος επιβίωσης κι αυτός. Ένας ετεροκαθορισμός.

-Τι εγγράφεται τελικά στο DNA μας από τους προγόνους μας;

Η.Μ.: Πέρα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που είναι για μένα και το πιο αστείο κι αυταπόδεικτο, είναι και κάποιες ικανότητες που πυροδοτούνται. Παράλληλα, η σωματικότητα, η ομιλία, ο ήχος, το βάδισμα είναι από τα πιο εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά που είναι για μένα και τα πιο συγκινητικά, επειδή είσαι εκτεθειμένος και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για αυτό.

Χ.Θ: Εγώ σκέφτομαι τη γιαγιά μας, που πέθανε το 2009. Μου κάνει φοβερή εντύπωση ότι μετά από το θάνατό της, πόσο βλέπω τη γιαγιά στη μητέρα μου,, όσο περνούν τα χρόνια. Είναι μια επιλογή και μια αποδοχή όλο αυτό. Για να απαντήσω στην ερώτησή σου θα έλεγα ότι πέρα από τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά, κουβαλάμε επίσης αρχές, συνήθειες, στάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές. Είναι πολύ δύσκολο, για παράδειγμα, αν έχεις γεννηθεί στους κόλπους μιας συντηρητικής οικογένειας, να μη γίνεις μια συντηρητική προσωπικότητα. Και το αντίστροφο. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγεις από το πλαίσιο που γεννήθηκες και μεγάλωσες.

-Έχετε αγωνιστεί απέναντι σε αυτό το οικογενειακό ή γονιδιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννηθήκατε και μεγαλώσατε; Έπρεπε να δώσετε μάχες σ’ αυτό περιβάλλον;

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Η.Μ.: Εγώ το έχω αισθανθεί πολλές φορές. Είναι καλό όταν έχεις να κάνεις με γονείς που είναι διαφορετικοί μεταξύ τους. Είναι μεγαλύτερο το εύρος των ερεθισμάτων και των χαρακτηριστικών. Και δεν αναφέρομαι στην εφηβεία, αλλά αργότερα. Θέλω να ξεφύγω από αυτό το πλαίσιο, όχι απαραίτητα γιατί αποδοκιμάζω εξ’ ολοκλήρου έναν τρόπο ζωής, αλλά επειδή δεν συμφωνώ. Καταλαβαίνω όχι ότι αυτό μου είναι πολύ δύσκολο, αλλά ότι πάντα συνοδεύεται από ένα δικό μου θυμό. Γιατί ακόμη και αν ή όταν καταφέρεις να διαχωριστείς, ο άλλος παραμένει πάντα ο ίδιος, έτσι όπως ήταν. Δεν νομίζω ότι είναι ένας αγώνας διαρκείας. Απλά για μένα δεν έχει τελειώσει ακόμη. Υπάρχει η προσπάθεια και ο άλλος που σου υπενθυμίζει ότι έχεις διαφοροποιηθεί και αυτό είναι ωραίο. Αυτά τα κοινωνικά πράγματα μπορείς να τα ελέγξεις πολύ πιο εύκολα από τα υπαρξιακά. Ο θυμός παραμένει όμως. Γιατί κατανοείς ότι ο πρόγονός σου είναι διαφορετικός και κάτι δικό του θα υπάρχει πάντα μέσα σου. Δεν μπορείς να το ξεριζώσεις, οπότε αυτό σε θυμώνει.

Χ.Θ: Αγώνα δίνουμε και πάντα πρέπει να δίνουμε. Παρόλα αυτά εγώ δεν έχω δώσει μεγάλο αγώνα. Είναι ένα πρόβλημά μου. Έχω πολύ καλή γνώμη για τους γονείς μου. Όταν ήμουν μικρός, ήμουν πιο συντηρητικός από αυτούς. Η επανάστασή μου ήταν να ντύνομαι αμπιγέ στην εφηβεία μου, γιατί οι γονείς μου ήταν με βαμμένα μαλλιά και σκουλαρίκια. Με τον καιρό αυτή τέλειωσε. Δεν υπήρχε ανταγωνισμός, ούτε πίεση. Πιστεύω ότι αυτό με κράτησε ίσως σε μια πιθανή αδράνεια. Σε μεγάλη ηλικία πλέον παλεύω να βρω για τι πράγμα να αγωνιστώ. Βρίσκω πραγματάκια αλλά όχι κάτι σπουδαίο.

-Εσείς τι θα θέλατε να αφήσετε στους απογόνους σας;

Η.Μ.: Εγώ αν αποκτήσω απογόνους, θα ήθελα να κληρονομήσουν την επιθυμία της απόλαυσης και της χαράς της ζωής. Την έχω και θα ήθελα τα παιδιά μου να την κληρονομήσουν σε καλύτερη βερσιόν. Αυτό που δεν θα ήθελα να κληρονομήσουν είναι η ενοχή, που ήταν στο μενού αυτών που εγώ κληρονόμησα (γέλια).

Χ.Θ: Εγώ θα ήθελα η κόρη μου να μην κληρονομήσει τίποτα (γέλια). Να έχει όσο πιο ελεύθερο πεδίο γίνεται. Αν κληρονομούσε κάτι, αυτό θα ήθελα να ήταν η δίψα για γνώση, για ανακάλυψη και για εμβάθυνση στα πράγματα. Αυτό που δεν θα ήθελα να κληρονομήσει είναι την πιθανότητα ενός βάρους από την εμβάθυνση στα πράγματα. Μακάρι αυτή η εμβάθυνση να συνδυάζεται με μια ελαφράδα στη ζωή.

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Ηθοποιοί: Ηρώ Μπέζου, Χρήστος Θάνος

Μουσικοί επί σκηνής: Παναγιώτης Γκίκας, Τεό Φοινίδης

Δραματουργική Σύνθεση: Ηρώ Μπέζου – Χρήστος Θάνος

Σκηνοθεσία – Μουσική: Χρήστος Θάνος

Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Σχεδιασμός φωτισμών: Κώστας Μπεθάνης

Οργάνωση Παραγωγής: Λητώ Τριανταφυλλίδου

Φωτογραφίες-teaser: Πάτροκλος Σκαφίδας

Γραφιστικά: REBECCA D3SIGN

Συμπαραγωγή: «Εμείς», ΠΛΥΦΑ

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

INFO

ΠΛΥΦΑ

Κορυτσάς 39, Βοτανικός 104 47, Αθήνα

6938690612 // info@plyfa.space

Ημερομηνίες και ώρες παραστάσεων:

Από τις 11/1 μέχρι τις 3/3 κάθε Πέμπτη με Σάββατο στις 21:00 και Κυριακές στις 20:00

ΔΙΑΦΉΜΙΣΗ

Εισιτήρια:

15 €, 10€ (65+,Φοιτητικό, Ανέργων, ΑΜΕΑ, Πολυτέκνων)

Προπώληση[1]

References

  1. ^ Προπώληση (www.ticketservices.gr)